Τα 10 βιβλία ελληνικής γαστρονομίας που αξίζει να μελετήσουμε

Jan 21 2017

Τα 10 βιβλία ελληνικής γαστρονομίας που αξίζει να μελετήσουμε

Καθώς αποχαιρέτησα το 2016, με αναφορές στις πιο ενδιαφέρουσες αναμνήσεις μου από τη χρονιά που πέρασε, δημιουργώντας τα σχετικά αφιερώματα, διαπίστωσα ότι έκανα μια αδικία! Ενώ απέδωσα τιμές στα καφενεδάκια, στις ταβέρνες, στους μαγείρους ακόμα και σε γεφύρια ποταμιών, μου είχαν ξεφύγει οι οδηγοί της σκέψης μου, δηλαδή, τα αγαπημένα μου βιβλία ελληνικής γαστρονομίας. Αυτά στα οποία είτε προστρέχω συνεχώς, είτε μου έχουν καθορίσει την ματιά μου στα ελληνικά γαστρονομικά τεκτενόμενα.

Έτσι, σπεύδω αμέσως να επανορθώσω και σας προτρέπω να ασχοληθείτε με τα βιβλία αυτά.  Κάνουν καλό στην υγεία, στη γεύση και στη σκέψη! Τα παρουσιάζω με τη σειρά χρονολογίας έκδοσής τους, που λίγο πολύ αντιστοιχεί και με τη σειρά ανάγνωσής τους απ’ την αφεντιά μου.

 

rsz_dsc_8419

“Δειπνοσοφιστής”

Ως κεραυνός εν αιθρία έπεσε στον χώρο της ελληνικής γαστρονομίας πριν εικοσιπέντε χρόνια το πρώτο βιβλίο του “Δειπνοσοφιστή” (1991). Ο δικηγόρος Χρίστος Ζουράρης, με το ψευδώνυμο Δειπνοσοφιστής, με το πρώτο του βιβλίο αλλά και τα δύο επόμενα (1998, 2003) άλλαξε ολοσχερώς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμασταν την γαστρονομία. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο εκδότης του Ίκαρος,  ο Δειπνοσοφιστής (οι δειπνοσοφιστές ήσαν άτομα που στην αρχαιότητα συζητούσαν στην διάρκεια του δείπνου για το φαγητό) δεν ασχολείται με συνταγές ή κανόνες. Το θέμα του είναι η φιλοσοφία της γεύσης, η αισθητική της, η κοινωνιολογία της και κυρίως η τελετουργική της διάσταση. Oι αφορισμοί του Δειπνοσοφιστή είναι μοναδικοί, ενώ η πένα του δυνατή. Γραφή με  ορθολογισμό, ανατρεπτικότητα και συχνές δόσεις χιούμορ. Δεν ξεχνώ αποφθέγματα πολύ προωθημένα για την εποχή τους στην Ελλάδα: “Γαστρονομικό κύτταρο είναι ο τόπος κι όχι το έθνος. Κουζίνες λοιπόν τοπικές κι όχι εθνικές” ή το “Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της εξαρτήσεως της κουζίνας από τις εποχές, ήταν η δημιουργία ενός γαστρονομικού κύκλου, τον οποίον οι άνθρωποι δεν θέλησαν ποτέ να δουν ως ένδειξη μιας ακόμα δουλείας τους στη φυσική αναγκαιότητα. Αντίθετα, όλοι, τρώγοντας τις ντομάτες και τα αγγούρια το καλοκαίρι και περιμένοντας να χειμωνιάσει για να φάνε τα λάχανα και τα πράσα, ανήγαγαν τον γαστρονομικό κύκλο σ’ ένα σύμβολο ευτυχίας, που εμπλούτιζε το παρόν αντλώντας κύρος και ισχύ από την σταθερότητα της μνήμης και την προσδοκία της βέβαιης επιστροφής”.

rsz_dsc_8430

“Γεύση Ελληνική” της Εύης Βουτσινά

Η τετράτομη “Γεύση Ελληνική”  αποτελείται από τον πρώτο τόμο, τα Ψωμιά, Κουλούρια, Παξιμάδια, Πιτίτσες (1997), τον δεύτερο τόμο με τα Καλούδια (1998), τον εικονιζόμενο τρίτο τόμο με τους Μεζέδες και τα Φαγάκια (1998) και τέλος  τον τέταρτο τόμο με τα Παστά, τα Καπνιστά, τα Λιόκαυτα, τις Ελιές, τα Τουρσιά, τα Τυριά και τα Γαλακτερά. Η Εύη Βουτσινά (1950-2013) γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και έζησε μέχρι το 1968. Έκανε σπουδές αγγλικής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και δίδαξε αγγλικά για μερικά χρόνια. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μαγειρική. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη θεωρητική πλευρά της γαστρονομίας και αρθρογράφησε σχετικά. Kατέγραψε συστηματικά την παραδοσιακή κουζίνα, ταξιδεύοντας σε όλη την Ελλάδα και δικαίως θεωρείται ως ο ογκόλιθος των γνώσεων του παραδοσιακού γαστρονομικού μας πολιτισμού. Αυτό το υλικό των καταγραφών είναι και η αφετηρία για το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς της ως μαγείρισσας. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο “Το ψωμί” κυκλοφόρησε το 1995, ενώ μετά τη “Γεύση Ελληνική” ακολούθησε η τρίτομη “Απλή μαγειρική της αγίας καθημερινότητας” (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004).

Θα ήθελε να έχει μαγειρέψει για τον Θεόδωρο Ντοστογιέφσκι, για τους Μπητλς, για τον Μάρκο Βαμβακάρη και για τον Βαν Γκογκ. Έφυγε από τη ζωή στις 10 Δεκεμβρίου 2013, σε ηλικία 63 ετών.

rsz_dsc_8416

“Η Ελλάδα της Γεύσης” της Νταϊάνας Κόχυλα

Η Νταϊάνα Κόχυλα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη από Έλληνες γονείς ενώ κατάγεται από την Ικαρία. Ζει στην Ελλάδα από το 1992, χωρίς όμως να έχει αφήσει ποτέ τη Νέα Υόρκη, κι έτσι πηγαινοέρχεται με τακτικό ρυθμό και δουλεύει στην ουσία στα δύο μέρη,  έχοντας διαμορφώσει μια προσωπικότητα με δυό τόσο διαφορετικές κουλτούρες. Την Ικαρία  δεν την άφησε ποτέ, από τη στιγμή που πάτησε στο νησί πρώτη φορά σε ηλικία 12 χρονών. Κάθε καλοκαίρι οργανώνει διασκεδαστικά σεμινάρια μαγειρικής (The Glorious Greek Kitchen), ως επί το πλείστον για ξένους, αναδεικνύοντας το νησί, την κουλτούρα και την κουζίνα σε ανθρώπους που έρχονται από κάθε γωνιά του πλανήτη, ενώ συνεχίζει τη συγγραφική της παραγωγή και την ενασχόληση της με την γαστρονομική δημοσιογραφία (ΤV). Η “Ελλάδα της Γεύσης” (2003) είναι η μετάφραση του βιβλίου της “The Glorious Foods of Greece” που είχε βραβευτεί από την International Association of Culinary  Professionals, που είχε γραφτεί μια δεκαετία περίπου νωρίτερα.  Πρόκειται για ένα ογκώδες πόνημα όμορφα γραμμένο και άκρως κατατοπιστικό, εντυπωσιακό για την εποχή του, καθώς κινείται ευέλικτα ανάμεσα στην καταγραφή της γαστρονομίας όλης της Ελλάδας (παρουσιάζοντας πάνω 400 τοπικές συνταγές), στο ταξιδιωτικού ρεπορτάζ και στην αμερικάνικη λογοτεχία.

rsz_dsc_8417

“Τα χοιροσφάγια στη Μύκονο” του Δημήτρη Ρουσουνέλου

Ο Δημήτρης Ρουσουνέλος γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στη Μύκονο. Συνιδρυτής και μέλος της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας “Η Μυκονιάτικη” που από το 1988 έως το 2001 – όταν ανεστάλη η έκδοσή της – ήταν ίσως η πιο όμορφη εφημερίδα των νησιών του Αιγαίου και τα κείμενα του Δημήτρη συναρπαστικότατα. Άπτοντο όλων των πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων του νησιού με μια διακριτική αρχικά ροπή πρός την γαστρονομία, που τελικά έγινε το επίκεντρο της συγγραφικής του δημιουργίας χωρίς να απεμπολήσει τα άλλα ενδιαφέροντά του. Βιβλία του: “Μυκονιάτικη Μαγειρική – Ψηφίδες Πολιτισμού” (2001), “Τα χοιροσφάγια στη Μύκονο – Γεύσεις θυσίας” (2002),  “Κυκλάδες: Γαστρονομικό οχυρό-τέσσερα κείμενα για τη γεύση στα νησιά”(2011), “Η κοπανιστή, το χθες, το αύριο και 43 συνταγές”(2013).  “Τα χοιροσφάγια στη Μύκονο” είναι ένα από τά πρώτα βιβλία στην Ελλάδα που συνδέουν την γαστρονομία ενός τόπου – της Μυκόνου εν λόγω -, με τα ήθη και τα έθιμα, τις τελετουργίες, αλλά και τη ψυχοσύνθεση των κατοίκων του μέσα από την συμμετοχή τους σε γιορτές. Γράφει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης: “Tα χοιροσφάγια είναι η διαδικασία που αφορά στην κατ’ έτος επαναλαμβανόμενη, σαν έθιμο πλέον, τακτοποίηση των προϊόντων του χοίρου. Η ομαδική εργασία, η γαστρονομική απόλαυση, το γλέντι και το τραγούδι εξαγνίζουν το έθιμο, παρά το ότι κυρίαρχο – αν και στιγμιαίο – γεγονός είναι η σφαγή του ζώου. Η γιορτή είναι εξάλλου συστατικό στοιχείο του χοιροσφαγιού. Είναι η διονυσιακή του φλέβα. Μέσα της ρέει το πολιτιστικό υλικό κατευθείαν από την αρχαιότητα… Για των θεών την ευμένεια και των ανθρώπων την ευχαρίστηση. Γιατί και οι θεοί θέλουνε το χάδι. Κι άμα δεν είναι οι θεοί που το θέλουνε, είναι οι άνθρωποι που το ‘χουνε ανάγκη”.

rsz_dsc_8420

“Εδεσματολόγιον Ηπείρου” του Αλέξανδρου Γιώτη

Ο Αλέξανδρος Γιώτης (1953 – 12 Νοεμβρίου 2011) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, κριτικός γαστρονομίας, συγγραφέας και ένας από τους πρωτοπόρους της ελεύθερης ραδιοφωνίας (Κανάλι 15, Αθήνα 9.84). Από το 1983 εργάστηκε ως κριτικός γαστρονομίας, εδεσματολόγος και μελετητής της μαγειρικής παράδοσης, ιστορίας και λαογραφίας. Δημοσίευσε συγγράμματα καθώς και άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ δίδαξε Ιστορία Μαγειρικής και Διατροφής και Διεθνή Γαστρονομία στον Εκπαιδευτικό Όμιλο Le Monde. Δυναμικό μέλος της Λέσχης Γαστρονομίας Ηπείρου ως βέρος Ηπειρώτης. Στα βιβλία του περιλαμβάνονται οι τίτλοι: «Ελιά & ρύζι. Αρχαία Ελλάδα και αρχαία Κίνα στο ίδιο τραπέζι», «Γλωσσάριο μαγειρικής», «Νόστιμον νηστίσιμον», «Μπαχαρικά και Βότανα στην Κουζίνα», «Ελληνική μαγειρική παράδοση», «Εδεσματολόγιον Ηπείρου», «Ιστορία μαγειρικής και διατροφής». Κάποιες αράδες από το βιβλίο του “Εδεσματολόγιον Ηπείρου”: “H ιστορία μας σε συνδυασμό με την εξέλιξη και τις επιρροές, αυτό είναι η μαγειρική: πολιτισμός. Έτσι με κάνουν και γελώ οι υπερασπιστές της μουσειακής αντίληψης της παράδοσης, αλλά και λυπάμαι, γιατί η ιστορία των Ελλήνων επιδεικνύει ανοιχτό πνεύμα και άπειρη δυνατότητα προσαρμογής. Γι’ αυτό και επιβιώσαμε, ενώ άλλοι λαοί εξαφανίστηκαν”. Και κάτι για τον πολιτισμό της πίττας (έτσι την έγραφε ο Γιώτης και έτσι γραφόταν παλιά, με δύο ταυ, όπως και το όνομά μου!): “περιπλανώμενοι, νομάδες κτηνοτρόφοι + τα προϊόντα τους + ανταλλαγή προϊόντων με στάρι, καλαμπόκι, αλεύρια και αλάτι + ταψί και μαγική γάστρα, που μετατρέπει μια απλή φωτιά σε κινητό φούρνο = πίττα!”.

rsz_dsc_8433

“Καβάλας γεύσεις” της Στέλλας Σπανού

Η Στέλλα Σπανού γεννήθηκε στην Χαλκιδική και έζησε από τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα τελευταία χρόνια ζει στην Ξάνθη. Το βιβλίο «Έρωτας Γεύσεων» είναι το πρώτο βιβλίο μαγειρικής για την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και ακολούθησαν οι “Θρακιώτικες Μυρωδιές”, “Καβάλας Γεύσεις”, “Θρακιώτικη κουζίνα” και η “Γεύση από Κιλκίς”, εκδόσεις βραβευμένες, όπου τόσο οι συνταγές όσο κι έρευνα παρουσιάζονται σαν ένα παραμύθι με την ανήσυχη πένα και με τις πανέμορφες φωτογραφίες της. Έτσι χάρη στη Στέλλα Σπανού, έναν άνθρωπο ορχήστρα γνωρίσαμε φωτογραφικά και γαστρονομικά την Αν. Μακεδονία – Θράκη. Μαγείρισσα, συγγραφέας, φωτογράφος, παραγωγός delicatessen,  oργανωτής πολιτιστικών και γαστρονομικών εκδηλώσεων, με συμμετοχές σε τηλεοπτικές εκπομπές, γαστρονομικός σύμβουλος επιχειρήσεων, ταξιδευτής και πρεσβευτής των τοπικών κουζινών της Μακεδονίας και Θράκης σ’ όλη την οικουμένη, αυτή είναι η Στέλλα Σπανού. Για το “Καβάλας γεύσεις” αναφέρει: “H κουζίνα της Καβάλας  αποτελεί ένα ζωντανό μωσαϊκό γεύσης, αφού συνδυάζει τη γαστρονομική παράδοση των ντόπιων κατοίκων, δηλαδή την καθαρή μακεδονική μαγειρική μ’ αυτήν των προσφύγων. Συνυπάρχουν μέσα σ’ ένα πάντρεμμα διαφόρων γευστικών πολιτισμών, η εκλεκτή μικρασιάτικη κοσμοπολιτίτικη κουζίνα με τις έντονες γεύσεις από τα μπαχαρικά της, η ποντιακή κουζίνα με τα γαλακτοκομικά και τις ζύμες, η καπαδοκική με τον παστρουμά και η μακεδονική με τις πίτες, με τις μυρωδιές από τα ψάρια και τα κρεατικά και τα γλυκά του κουταλιού”.

rsz_dsc_8421

“Η γλώσσα της γεύσης” της Μαριάννας Καβρουλάκη

Έχοντας σπουδές στην αρχαιολογία και κοινωνιολογία, με μιά αδιάκοπη περιέργεια για την ιστορία του φαγητού και μεγάλη έλξη για την πειραματική αρχαιολογία, η Μαριάνα Καβρουλάκη από το 2000 οδηγήθηκε στην έρευνα της ιστορίας της Ελληνικής διατροφής  και στην πειραματική αναπαραγωγή αρχαίων μαγειρικών μεθόδων και συνταγών. Το 2005 ίδρυσε την Greek Culinary History & Cooking Adventures και έκτοτε παρουσιάζει σεμινάρια και εργαστήρια για τη μαγειρική των ιστορικών χρόνων, αναπαράγει ιστορικά δείπνα, σχεδιάζει διαδραστικές εδώδιμες εμπειρίες οι οποίες φέρνουν στη σημερινή ζωή τη γαστρονομία της Αρχαιότητας και του Βυζαντίου. Το γαστρονομικό λεξικό της “Γλώσσα της Γεύσης” (2012) τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο Gourmand Αward 2012 (κατηγορία: food literature). Εκτός από γλωσσάρι θα το χαρακτήριζα και ως λυσάρι (οι λύσεις των ασκήσεων φυσικής και μαθηματικών των σχολικών βιβλίων της εποχής 1970) που δίνει απαντήσεις σε πολλαπλά ερωτήματα γαστρονομικού ενδιαφέροντος. Γράφει στην εισαγωγή  του βιβλίου της: “Η μαγειρική αποτελεί μια γλώσσα που εκφράζει τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας, τις ελλείψεις της, τη συνοχή της, την τόλμη της, τη φαντασία της, τη διάθεσή της για πειραματισμούς,  τις περιπέτειες της στο χρόνο, την ικανότητα της να θυμάται… Φυσικά η γαστριμαργική κουλτούρα δεν αφορά μόνο το “τι” τρώγεται αλλά και το “πώς”, “πού”, “πότε”… Λέξεις που αναφέρονται στην τροφή όπως ξεκινά από τη γη και τη θάλασσα και φτάνει στο τραπέζι μας, σε κανόνες συμπεριφοράς, ήθη και έθιμα, συνταγές… Η ελληνική γαστριμαργική κουλτούρα μέσα από λέξεις”.

rsz_dsc_8429

“Η νέα ελληνική κουζίνα” του Επίκουρου

 Από σεφαραδίτικη οικογένεια της Θεσσαλονίκης, ο Επίκουρος, κατά κόσμον Αλβέρτος Αρούχ (1950-2014), καθηγητής Οικονομίας στο Κολλέγιο Αθηνών, για χρόνια αρθρογράφος σε οικονομική εφημερίδα, παρασύρθηκε από το σαράκι για την γαστρονομία και βρήκε έκφραση όταν άρχισε να γράφει γευσιγνωστικά κείμενα με την υπογραφή Ε. Π. Κούρος, για να γίνει λίγο αργότερα Επίκουρος και να αρχίσει να δημοσιεύει σε εφημερίδες και περιοδικά ποικίλης ύλης. Ακολούθησε η έκδοση των πρώτων βιβλίων του. Το αγαπημένο μου βιβλίο του είναι “Η νέα ελληνική κουζίνα, περί της ελληνικότητας του μουσακά, της γαστρονομικής μας ταυτότητας και της ανανέωσής της” όπου ο Αλβέρτος Αρούχ έγραφε στην εισαγωγή του: “Ξεκίνησα το βιβλίο ετούτο με σκοπό να μιλήσω για τη Νέα Ελληνική Κουζίνα, την τάση που επικρατεί πλέον στο έντεχνο φαγητό που σερβίρεται σε πολλά εστιατόρια της χώρας μας. Στην πορεία όμως βρέθηκα να περιπλανιέμαι στους περίπλοκους, κι ενίοτε γλιστερούς, δρόμους της ταυτότητάς μας και της ελληνικότητας του φαγητού που τρώμε. Αναγκάστηκα να σκάψω στα βάθη του μουσακά για ν’ ανακαλύψω την αρχαιολογία της ελληνικής γεύσης, ν’ αρμενίσω πάνω στο κεχριμπαρένιο ελαιόλαδο ψάχνοντας για την ουσία της, να ψάξω ανάμεσα στα φύλλα του μπακλαβά μην και βρω την καταγωγή τής κουζίνας μας και, τέλος, να λουστώ στη λάμψη της άσπιλης λευκότητας του αρχαίου μαρμάρου της φέτας μην και βρω την αιώνια ελληνικότητα. Αφού λοιπόν περιπλανήθηκα στους δρόμους της ελληνικότητας, αφού παραπάτησα πάνω στην κρεμώδη προγονολατρία του Τσελεμεντέ και αφού κάθισα πάνω στην οξώπετρα του Ελύτη, τρώγοντας ένα σύκο παρέα με τον Ζουράρι, βούτηξα στη θάλασσα των βιωμάτων, των στερεοτύπων, των ιδεολογιών, των ιδεοληψιών και της διαισθητικής εικόνας που έχουμε για το φαγητό μας. Όταν βγήκα, αισθάνθηκα ότι ήμουν έτοιμος να “μαγειρέψω” την αίσθηση που έχουμε στην εποχή μας για την ελληνικότητα της κουζίνας μας. Και όταν πλέον φτιάχτηκε το φαγητό με όλη του την ελληνική γεύση, ήμουν έτοιμος να μιλήσω για τις αρχές, τις πηγές και την πορεία της Νέας Ελληνικής Κουζίνας”.

rsz_dsc_8428

“Oι θησαυροί της ελληνικής γαστρονομίας” του Γιώργου Πίττα

Και εδώ έρχομαι στα δικά μου! Παρ’ ότι το αγαπημένο από τα βιβλία μου είναι τα “Καφενεία της Ελλάδας” (2012), οι “Θησαυροί της Ελληνικής Γαστρονομίας”(2014) ήταν το πιο δύσκολο εγχείρημα. Κι αυτό γιατί, απαίτησε μία εξαντλητική έρευνα πεδίου – επιτόπια έρευνα και καταγραφή των 100 πιο σημαντικών αγροδιατροφικών προϊόντων της Ελλάδας και των παραγωγών τους-, αλλά και τη μελέτη της ελληνικής γαστρονομικής βιβλιογραφίας, ώστε να καταγράψω την ιστορική πορεία της και τους κυριότερους σταθμούς εξέλιξής της. Παράλληλα, θέλησα να συνδέσω την ελληνική γαστρονομία με την ουσία της, δηλαδή με τις ρίζες της, τα συστήματα παραγωγής, τις τελετουργίες που αφορούν στο καθημερινό ή το γιορτινό φαγοπότι, τα δρώμενα και έθιμα του λαού, με πρακτικές της ελληνικής παράδοσης όπως αυτή εξελίχθηκε τους τελευταίους αιώνες. Όλη αυτή η προσπάθεια δεν αποσκοπούσε μόνο στην αποτύπωση του τί υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα ως γαστρονομικός θησαυρός, αλλά αυτό να συνδεθεί (μέσα από την μελέτη  των σύγχρονων τάσεων του Τουρισμού και ιδιαίτερα του Γαστρονομικού Τουρισμού) με τις δυνατότητες ανάδειξης της ελληνικής Γαστρονομίας ως κυρίαρχης παραμέτρου στην Τουριστική ανάπτυξη της χώρας μας. Χρόνο με τον χρόνο η πεποίθησή μου για την ισχυρή σύνδεση Τουρισμού και Γαστρονομίας επιβεβαιωνόταν από την πράξη, καθώς το σχήμα «Τοπίο – Περιβάλλον – Αγροτική Οικονομία – Προϊόντα-Γαστρονομία – Πολιτισμός – Τουρισμός» μπορεί ν’ αποτελέσει βασικό πυλώνα της νέας οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας -όπως το είχα διατυπώσει στον επίλογο του βιβλίου. Και βεβαίως, όλη αυτή η περιήγηση  “Θησαυρούς της Ελληνικής Γαστρονομίας” με τις εμπειρίες που μου προσέφερε με έκανε εξαιρετικά πλούσιο σε γνώσεις, ενώ το βιβλίο ήταν και παραμένει  τροφοδότης περιεχομένου της ιστοσελίδας μας Greek Gastronomy Guide.

rsz_dsc_8424

“Του ανέμου και της αρμύρας” των Νανάς Δαρειώτη, Θάλειας Τσιχλάκη και Α.Ν. Ανδρουλιδάκη

Αβρωνίες, αλιφόνια, αμαθιές, αντράχλα, αραντό, βοϊδόγλωσσα, γαλατσίδες, διπυρήτες, καλασούνες, καραβόλοι, καρπουζένια, κολλησιάνοι, κοπανιά, λαρδοφουσκωτές, λωλή, ματσάτα, ραφιόλια, προβάτσες, σαμωτά, σκοτύρι, τσιλαδιά, τυροβολιά, ψαρόλια. Λέξεις όμορφες, εύηχες. Λέξεις ελληνικές. Είκοσι λέξεις από τις εξακόσιες των λημμάτων που αναφέρονται στην έκδοση “Του ανέμου και της αρμύρας”(2015) και που αφορούν, προϊόντα, τρόφιμα και εδέσματα των 24 νησιών των Κυκλάδων. Λέξεις που συνδέονται με έννοιες από χρήσεις,  φυτά ή προϊόντα που στο βαθμό που θα πάψουν να υπάρχουν θα απωλεσθούν κι αυτές. Κι αυτός είναι ο ρόλος αυτού του βιβλίου. Η διάσωση της βιοποικιλότητας της χώρας και βέβαια η διάσωση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής γαστρονομικής παράδοσης.

Στις 302 σελίδες του βιβλίου παρουσιάζεται ο γαστρονομικός πλούτος  των νησιών των Κυκλάδων με αλφαβητική σειρά. Μεταξύ άλλων, μια εξονυχιστική καταγραφή της βρώσιμης χλωρίδας των νησιών, των τυροκομικών προϊόντων – παρουσιάζονται 100 τοπικά τυριά-, των παστών και των αλλαντικών, των οσπρίων, των κρεάτων, των ζυμαρικών, των ψαρικών και των θαλασσινών των κρασιών και των τοποποικιλιών των αμπελιών.  Πολλά εδέσματα αναφέρονται επίσης, ενώ πενήντα συνταγές των εμβληματικών πιάτων κάθε νησιού παρουσιάζονται με την αντίστοιχη φωτογραφία. Είναι ένα έργο σταθμός για την καταγραφή του γαστρονομικού πλούτου των Κυκλάδων. Μία αξιέπαινη πρωτοβουλία έκδοσης από το Επιμελητήριο Κυκλάδων, που μέσω της Aegean Cuisine μάχεται παραδειγματικά για την ανάπτυξη της Κυκλαδίτικης κουζίνας.

<