Μπύρα

μπύρα στην Ελλάδα
Nov 05 2017

Μπύρα

Οι κλασικές αλλά και οι καινούριες μικρές τοπικές ζυθοποιίες έμαθαν τον Έλληνα, μέσα σε ενάμιση αιώνα, να πίνει χειμώνα-καλοκαίρι την αγαπημένη μπύρα του.

 

Αφιέρωμα του Greek Gastronomy Guide στη μπύρα:

  1. Ιστορία της Μπύρας
  2. Ιστορία της Ελληνικής μπύρας
  3. Η διαφήμιση της μπύρας μετά τον πολέμο
  4. Η ιστορία του πολυπαθούς κτιρίου Φιξ
  5. Πώς παράγεται η μπύρα – Πρώτες ύλες
  6. Διαδικασία παραγωγής μπύρας
  7. Η παραγωγή της μπύρας στην Ελλάδα σήμερα
  8. Μικρές ζυθοποιίες στην Ελλάδα

     

 

Ιστορία της μπύρας

Η μπύρα θεωρείται ένα από τα παλαιότερα προϊόντα του γαστρονομικού πολιτισμού. Οι ιστορικοί καταγράφουν, μετά από στοιχεία που ήρθαν πρόσφατα στο φως, ότι οι αρχαίοι Μεσοποτάμιοι και Σουμέριοι παρασκεύαζαν μπύρα ήδη από το 6000 π.Χ. Η πρώτη σαφής απόδειξη σχετικά με την ιστορία της μπύρας προέρχεται από τους Σουμέριους και πρόκειται για μια ανάγλυφη αναπαράσταση που χρονολογείται περίπου από το 3000-2800 π.Χ., ενώ οι Βαβυλώνιοι φαίνεται από τον κώδικα του Χαμουραμπί ότι είχαν κατοχυρωμένο το δικαίωμα να πίνουν μπύρα.  Οι Ινδιάνοι και οι Κινέζοι θεωρούνται, επίσης, εκ των πρώτων ζυθοποιών. Αργότερα, οι Αιγύπτιοι ήταν εκείνοι που, υπό την υποστήριξη των Φαραώ, ανέπτυξαν την παραγωγή της μπύρας σε μεγάλο βαθμό και ήταν οι πρώτοι που την εξήγαγαν στα γειτονικά κράτη και στην Ευρώπη, γύρω στο 2000 π.Χ.

Στους παλαιότερους χρόνους, η μπύρα των ανατολικών λαών παρασκευαζόταν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που παρασκευάζεται και σήμερα, από κριθάρι και σπανιότερα από άλλα δημητριακά. Η προσθήκη λυκίσκου, σημαντική για τη βελτίωση της γεύσης, αλλά και για τη συντήρηση, χρονολογείται περίπου από το 1000 π.Χ.

Οι Βαβυλώνιοι χρησιμοποίησαν για την παρασκευή της μπύρας βύνη κριθαριού, πλούσια σε ζάχαρη, και ακατέργαστο σιτάρι, το οποίο έδινε μία ξινή και φρουτώδη γεύση. Παρήγαγαν ανοιχτόχρωμη ή σκουρόχρωμη μπύρα, ανάλογα με τη ζήτηση, όπως και τη λεγόμενη «σταρένια». Πολτοποιούσαν τα υλικά ρίχνοντάς τους καυτό νερό, και σε πρώτη φάση τα άφηναν να ζυμωθούν. Έπειτα η πηχτή μπύρα έμπαινε σε μικρότερα δοχεία και αποθηκευόταν σε σκοτεινά και υγρά κελάρια, όπου γινόταν μια δεύτερη ζύμωση.

Τον 8ο, περίπου, αιώνα μ.Χ., η τέχνη της ζυθοποίησης στην Αίγυπτο σταμάτησε μετά από τις επιδρομές των Μουσουλμάνων και την επιβολή του Κορανίου, που απαγόρευε την πόση κάθε είδους αλκοολούχου ποτού. Το μυστικό, όμως, είχε ήδη μεταφερθεί στους κατοίκους της Βαυαρίας και της Βοημίας, κι έπειτα εξαπλώθηκε στις βόρειες χώρες, καθώς και μέχρι τις βρετανικές ακτές.

Η παραγωγή της μπύρας διαδόθηκε γρήγορα στις πιο βόρειες περιοχές, δεδομένου ότι εκεί η καλλιέργεια της αμπέλου ήταν δύσκολη έως αδύνατη και οι τιμές του εισαγόμενου κρασιού ήταν απλησίαστες για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Για την παραγωγή μπύρας, αντίθετα, πρώτη ύλη υπήρχε άφθονη και οι καιρικές συνθήκες την ευνοούσαν ιδιαίτερα.

Η ζυθοποίηση στις ευρωπαϊκές χώρες ήταν μία από τις δουλειές των γυναικών, οι οποίες παράλληλα με το ψωμί έφτιαχναν και την μπύρα, μιας και τα υλικά ήταν τα ίδια. Συχνά, μια γυναίκα που έφτιαχνε πολύ καλή μπύρα γινόταν περιζήτητη νύφη, αποκτώντας το σεβασμό των αντρών. Οι πρώτες μπυραρίες στην Ιστορία ήταν τα σπίτια των γυναικών αυτών, όπου μαζευόταν ο κόσμος για να πιει και για να αγοράσει μπύρα.

Στις αρχές του 10ου αιώνα μ.Χ. η παραγωγή της μπύρας πέρασε και στα μοναστήρια, όπου οι μοναχοί είχαν βρει ένα εξαιρετικό ποτό για να συνοδεύουν τα γεύματά τους, αλλά και για τις ημέρες της νηστείας τους, μιας και επιτρεπόταν και ήταν ιδιαίτερα θρεπτική. Λίγο αργότερα άρχισαν να την εμπορεύονται, καθώς η ποιότητά της ήταν εξαιρετική, με αποτέλεσμα να γίνει περιζήτητη. Μόνο στη Γερμανία, οι μοναστηριακές ζυθοποιίες έφτασαν τις 400 με 500. Μόλις, όμως, οι ανώτατοι άρχοντες εκείνης της εποχής διαπίστωσαν τα κέρδη της, επέβαλαν τέτοιες φορολογίες στις μοναστηριακές ζυθοποιίες, ώστε οι περισσότερες αναγκάστηκαν να κλείσουν.

Εκείνη την εποχή οι Σκανδιναβοί και οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν κατά την παρασκευή της μπύρας ένα μείγμα από βότανα και φυτά, το λεγόμενο «gruit» ή «grut», το οποίο περιείχε μεταξύ άλλων γλυκάνισο, δεντρολίβανο, μούρα, σπόρους και πολλά άλλα. Κάποια από αυτά τα φυτά ήταν όμως δηλητηριώδη, δίνοντας άσχημη γεύση στην μπύρα, ή δημιουργώντας παρενέργειες σε αυτούς που την έπιναν. Έτσι, σε μία εποχή γεμάτη δεισιδαιμονίες, οι γυναίκες που την έφτιαχναν θεωρήθηκαν μάγισσες και πολλές από αυτές κάηκαν στην πυρά. Το τελευταίο τέτοιο συμβάν έλαβε χώρα το 1591 μ.Χ. Αυτές οι γυναίκες έμειναν στην ιστορία ως «μάγισσες της μπύρας».

Τα παραπάνω άλλαξαν στα τέλη του 16ου αιώνα, με την ευρεία χρήση του λυκίσκου στη δημιουργία της μπύρας, ενώ από το 1516 ο δούκας της Βαυαρίας Γουλιέλμος Δ’ καθιέρωσε με νόμο τις προδιαγραφές παρασκευής μπύρας, με κύρια συστατικά το νερό, τη βύνη και το λυκίσκο. Ο νόμος αυτός «περί καθαρότητας» (γερμ. Reinheitsgebot) ίσως είναι ο αρχαιότερος διατροφικός κανονισμός που ισχύει μέχρι σήμερα.

Περί τα τέλη του 17ου αιώνα η κατανάλωση ζύθου ήταν σημαντική και διαδεδομένη, όπως προαναφέραμε, κυρίως σε μοναστήρια της Κεντρικής Ευρώπης. Ένας από τους λόγους ήταν η κακή ποιότητα του πόσιμου νερού: ο βρασμός του για την παραγωγή της μπύρας ήταν η πιο ασφαλής μέθοδος για να καταπολεμούνται οι παθογόνοι μικροοργανισμοί. Άλλη μία σημαντική αιτία ήταν η πεποίθηση των ανθρώπων ότι ο ζύθος ήταν υγρό με φαρμακευτικές ιδιότητες για την καταπολέμηση πολλών ασθενειών.

Μέχρι την εποχή του Γάλλου Παστέρ (Pasteur), η ζυθοποιία αποτελούσε τέχνη. Ο ξεχωριστός αυτός επιστήμων, με τις μελέτες του πάνω στην μπύρα και το ρόλο των ζυμών έθεσε τα θεμέλια της ζυθοποιίας, εισάγοντας για πρώτη φορά τη μαγιά για τη διαδικασία της ζύμωσης, καθώς μέχρι τότε υπεύθυνος γι’ αυτήν ήταν ο «μαγικός αφρός».

Tο 1833 ο Χάνσεν (Emil Christian Hansen) στα εργαστήρια της «Carlsberg» απομόνωσε και επανακαλλιέργησε ένα κύτταρο βυθοζύμης, με αποτέλεσμα να ελεγχθεί η πορεία της ζύμωσης.

Ακόμη, ο Λίντεν (Linden), για τις ανάγκες της ζυθοποιίας «Paulaner» του Μονάχου, κατόρθωσε να εφεύρει την ψυκτική μηχανή, και έτσι ανεξαρτητοποιήθηκε η ζυθοποίηση από τις καιρικές συνθήκες.

Η επιστήμη, λοιπόν, που αναπτύχθηκε για τη ζυθοποιία, βελτίωσε τη γεύση, το άρωμα και γενικά την ποιότητα του προϊόντος αυτού, που έχει τη μεγαλύτερη κατανάλωση από όλα τα αλκοολούχα ποτά.

Σήμερα, με τη ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, έχουν δημιουργηθεί τεράστιες μονάδες παραγωγής σε όλο τον κόσμο, καθώς και αναγνωρισμένα ινστιτούτα και κέντρα έρευνας, για τη βελτίωση της ποιότητας της μπύρας και την εξέλιξή της.

 

Ιστορία της Ελληνικής μπύρας

Στην αρχαία Ελλάδα ωστόσο πρέπει να τη θεωρούσαν ποτό κατώτερης ποιότητας από το κρασί. Και στην Ελλάδα, όμως, μαρτυρείται παρασκευή και κατανάλωση μπύρας: Ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά, το 494 π.Χ., ότι «…και το ποτό τους είναι σαν κρασί που το παρασκευάζουν από κριθάρι, επειδή δεν υπάρχουν αμπέλια στη χώρα τους…». Στον ελλαδικό χώρο, όπως αργότερα και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η μπύρα, αν και διαδεδομένη στα λαϊκά στρώματα, θεωρούνταν «βαρβαρικό» ποτό, ενώ αντίθετα το κρασί αποτελούσε το «ευγενικό» ποτό της εποχής.

Αντίθετα, η μπύρα ήταν περισσότερο αγαπητή στους βορειότερους λαούς, όπως οι Θράκες, οι Σκύθες, οι Αρμένιοι, οι Ίβηρες και οι Κέλτες. Η στενή σχέση μοναστηριών και ζυθοποιίας πρέπει να οφείλεται στο γεγονός πως η μπύρα βοηθούσε τους μοναχούς ν’ αντέξουν τις μακροχρόνιες νηστείες.

Με το πέρασμα των χρόνων, η διαδικασία της ζυθοποιίας βελτιώθηκε σημαντικά, με σταθμό την ανακάλυψη, στα μέσα του 19ου αιώνα, της τεχνητής ψύξης. Τον ίδιο αιώνα ξεκίνησε και η εμπορία της εμφιαλωμένης μπύρας.

Η πρώτη επαφή, εξοικείωση των Ελλήνων με το ζύθο έχει τις ρίζες της στην εποχή του βασιλιά Όθωνα, όταν μαζί του ήρθαν στην Ελλάδα και άλλοι Βαυαροί (αυλικοί, στρατιωτικοί, τεχνικοί και πολίτες) που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και οι οποίοι επιθυμούσαν ν’ απολαύσουν το εθνικό τους ποτό. Στην αρχή η μπύρα εισαγόταν από τη Βαυαρία, αλλά, το 1840, ιδρύεται από τους Γερμανούς το πρώτο ζυθοποιείο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την περίοδο 1840-1850 να λειτουργήσουν διάφορα ζυθοποιεία-ζυθοπωλεία στην Αθήνα, όπως αυτό των Melher, Fischer, Waweck, Seel και Oskar Klein, για τα οποία δεν έχουμε ικανά στοιχεία ώστε να τεκμηριώσουμε τη διαδρομή τους.

Σταθμός στην ιστορία της ελληνικής μπύρας ήταν το 1864, όταν στο Κολωνάκι – ήταν τότε προάστιο – ο Ιωάννης Φιξ δημιούργησε ένα χειροκίνητο μικρό ζυθοποιείο (το 1893 μεταφέρθηκε στη λεωφόρο Συγγρού) και από τότε μεσουράνησε επί έναν ολόκληρο αιώνα στην ελληνική αγορά.

Στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα λειτουργούν τέσσερις ζυθοποιίες: του Καρόλου Φιξ και των Μιλτιάδη και Ερρίκου Κλωναρίδη στην Αθήνα (που εξαγοράστηκε από τον Φιξ), του Στυλιανού Τσοκαρόπουλου στον Πειραιά και του Λορέντζου Μάμου στην Πάτρα. Είναι η εποχή που η μπύρα αρχίζει να διανέμεται σε διάφορες πόλεις της χώρας με μεγάλη επιτυχία και, από ποτό της αριστοκρατίας στις κομψές μπιραρίες, γίνεται το λαϊκό δροσιστικό αλκοολούχο ποτό του καλοκαιριού.

Μια αξιοσημείωτη επιχειρηματική κίνηση πραγματοποιήθηκε το 1876 από τον Λορέντζο Μάμο, γαμπρό του Ιωάννη Γ. Φιξ, που αφορούσε σε ένα χειροκίνητο ζυθοποιείο στην περιοχή της Πάτρας, το οποίο όμως δεν διήρκεσε παρά μόνο για λίγα χρόνια.

Ζυθοποιείο και ζυθοπωλείο δημιουργήθηκαν και στον Πειραιά, από τον Στυλιανό Τσοκαρόπουλο, το 1895. Ο ίδιος, επιστρέφοντας το 1900 από το εξωτερικό, εκσυγχρόνισε το ζυθοποιείο του προμηθευόμενος μια σειρά νέων μηχανημάτων, ενώ το 1910 προσλαμβάνει και Γερμανό διπλωματούχο ζυθοποιό, τον Ερρίκο Κρέτσμαν, επιδιώκοντας να βελτιώσει περαιτέρω την ποιότητα του ζύθου του.

Το 1900, οι έμπειροι στον κλάδο του ζύθου αδελφοί Κλωναρίδη ιδρύουν τη «Ζυθοποιία & Παγοποιία Μ. & Ε. Κλωναρίδη Ο.Ε.», στην περιοχή των Κάτω Πατησίων, η οποία περνά στην αγγλική «Μ. & Ε. Κλωναρίδης Limited» το 1908. Σε τελευταίο στάδιο, τα ηνία έχει αναλάβει ο εφοπλιστής Δρακούλης, ο οποίος και μετονομάζει την εταιρεία σε «Γ. Κ. Δρακούλης & ΣΙΑ». Ωστόσο, οι έντονες πιέσεις που ασκεί ο ανταγωνισμός οδηγούν την εταιρεία στην υποχώρηση και τελικά στην αποδοχή των όρων συγχώνευσης από τη «Fix», το 1926.

Το 1908, πάλι από την οικογένεια Μάμου, αρχίζει να δημιουργείται στην Πάτρα το «Εργοστάσιον Ζυθοποιίας και Παγοποιίας Πέτρου Μάμου και ΣΙΑ», ενώ η επιχείρηση συμπεριλαμβάνει στις δραστηριότητές της και την εμφιάλωση φυσικών χυμών και λειτούργησε ως ανώνυμη εταιρεία έως το 1979, οπότε και ανέστειλε την παραγωγική της δραστηριότητα.

Στις αρχές του 1910 ανθίζουν στη συμπρωτεύουσα δύο νέες ζυθοποιίες. Πρόκειται για τη «Ζυθοποιία Όλυμπος Α.Ε.», το 1911, που είχε ξεκινήσει ως οινοπνευματοποιείο το 1882, και τη «Ζυθοποιία Νάουσα, Βιομηχανία Πάγου, Ψυγείων Γεωργιάδης & ΣΙΑ», το 1912. Το 1920 οι δύο αυτές εταιρείες αποφασίζουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και συγχωνεύονται υπό την επωνυμία «Ηνωμένα Ζυθοποιεία Όλυμπος – Νάουσα Α.Ε.». Ωστόσο, το 1928 η εταιρεία εξαγοράζεται από την εταιρεία «Κάρολος Φιξ Α.Ε.»

Το 1961 ξεκινάει η λειτουργία του νέου εργοστασίου ΦΙΞ σχεδιασμένο από τον Τ.Ζενέτο ένα έργο εξαιρετικά εντυπωσιακό για την εποχή (ακολουθεί σχετικό κεφάλαιο).

Το 1959, ο Αντώνης Φιξ σε συνεργασία με τον Α. Χανδρή δημιουργούν την «Ελληνική Ζυθοποιία Α.Ε.», λανσάροντας δύο χρόνια αργότερα στην ελληνική αγορά την μπύρα Άλφα. Το συγκεκριμένο σήμα μπύρας εξαγοράστηκε και επαναλανσαρίστηκε από την εταιρεία «Αθηναϊκή Ζυθοποιία» το 2000. Το 1963, η ολλανδική εταιρεία «Amstel Brouwerij N.V.» γίνεται αρωγός της προσπάθειας των επιχειρηματιών Χουρσόγλου, Χατζηβασιλείου και Μερκάτη, συνδράμοντας στα επιχειρηματικά τους σχέδια. Αποτέλεσμα αυτού του εγχειρήματος ήταν η ίδρυση της «Αθηναϊκής Ζυθοποιίας». Τον Απρίλιο του 1965, η μπύρα Amstel συστήνεται στο καταναλωτικό κοινό. Το 1975, η «Αθηναϊκή Ζυθοποιία» ιδρύει εργοστάσιο και στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1981 λανσάρει στην αγορά την μπύρα Heineken.

Το 1968, στον κλάδο του ζύθου κάνει την εμφάνισή της ακόμα μία μεγάλη ζυθοποιία, η «Henninger Hellas Α.Ε.», παραγωγής ζύθου και αναψυκτικών. Το 1994, η εταιρεία μετονομάζεται σε «Ζυθοποιία Βορείου Ελλάδος», ενώ το 1997, υπό την ιδιοκτησία του ομίλου Μπουτάρη λανσάρεται στην αγορά η μπύρα Mythos. Το ελληνικό κοινό υποδέχεται θερμά το νέο αυτό προϊόν, γεγονός που συνέβαλε στην τροποποίηση της επωνυμίας της εταιρείας σε «Μύθος Ζυθοποιία Α.Ε.», η οποία εξαγοράστηκε από την εταιρεία «Scottish & Newcastle» το 2005 και στη συνέχεια από το δανέζικο όμιλο «Carlsberg» το 2008.

Το 1997, ο χημικός μηχανικός Δημήτριος Πολιτόπουλος αποφασίζει να διεισδύσει στον κλάδο του ζύθου, με αποτέλεσμα την ίδρυση της «Ζυθοποιίας Μακεδονίας – Θράκης Α.Ε.», με έδρα την Κομοτηνή, και το λανσάρισμα της μπύρας Βεργίνα.

 

Η διαφήμιση της μπύρας μετά τον πολέμο

Η ιστορία της ελληνικής μπύρας μέχρι ένα χρονικό σημείο είναι ταυτισμένη με την ιστορία της μπύρας Φιξ, η ιστορία της οικογένειας Φιξ είναι ταυτισμένη με την ιστορία της Ελληνικής πολιτικής, και η ιστορία της ελληνικής διαφήμισής και του ελληνικού marketing έχει πολλά να κάνει με την διαφήμιση της μπύρας Φιξ!

Με συνθήματα τύπου «Υγεία – ευτυχία – αγάπη» και με το all time classic καθησυχαστικό σλόγκαν «Πίνε Φιξ, κάνει καλό» γράφτηκε η ιστορία της φίρμας που έμαθε την μπύρα στην Ελλάδα κι έγινε συνώνυμο της ελληνικής μπύρας -κρατώντας και για δεκαετίες το μονοπώλιο.

«Μπύρα Φιξ για Ολυμπιονίκες» έλεγε μια διαφήμιση της σειράς, ενώ σε μια άλλη -βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60- η καστανή ακόμα Αλίκη Βουγιουκλάκη, καλούσε το κοινό να ενδώσει σε ένα μπουκάλι κι ένα ποτήρι απολαυστική μπύρα. Φιξ φυσικά… Παράλληλα, εξελίσσεται η κινηματογραφική της καριέρα, καθώς βρίσκεται σε πολυάριθμα πλάνα σε διάσημες ελληνικές ταινίες της εποχής (ήταν από τις πρώτες τοποθετήσεις προϊόντων σε ταινίες!).

Ιδιαίτερα την δεκαετία του 1950-1960 όταν τα καφενεία της επαρχίας ανακαλύπταν την μπύρα Φιξ -που ήταν άλλωστε τότε μονοπώλιο- και ως εκ τούτου και τις διαφημίσεις της.

Ακόμα και τώρα στα καφενεία της Ελλάδας (είτε στα παλιά είτε στα καινούργια που διακοσμούνται ρετρό), βρίσκει κανείς χάρις τις διαφημιστικές ταμπέλες της εποχής, τότε που η μπύρα Φιξ με εξαίρετες διαφημιστικές καμπάνιες ανταγωνιζόταν τον εαυτό της.

 

Σπάνια να μην συναντήσεις σε παλιό καφενείο τις παλιές μεταλλικές επιγραφές με διαφημίσεις της μπύρας, όπου συμμετέχουν και γνωστοί αστέρες του ελληνικού σινεμά με κυριότερη αυτήν με την μελαχρινή τότε εθνική μας σταρ Αλίκη Βουγιουκλακη να συστήνει τη “μπύρα ΦΙΞ, κάνει καλό”.

 

Η ιστορία του πολυπαθούς κτιρίου Φιξ

Η μπύρα Φιξ έχει αφήσει τα ίχνη της επί ενάμισυ αιώνα σ’ όλες τις πτυχές της Ελληνικής ζωής. Πρωτοπόρα στην τεχνολογία και την παραγωγή, συνδέθηκε με την πολιτική και τις μονοπωλιακές καταστάσεις της ελληνικής οικονομίας, βοήθησε την ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας (από όλα τα νησιά του Αιγαίου φορτωνόντουσαν καραβιές κριθαριού που πηγαίναν στον Πειραιά για τις ανάγκες της ζυθοποιίας), πρωτοστάτησε στο μάρκετιγκ και την διαφήμιση, έγινε τρόπος ζωής και είναι φυσικό να αφήσει το αποτύπωμά της και στην πόλη των Αθηνών.

Το εργοστάσιο Φιξ είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα έργα του σπουδαίου αρχιτέκτονα της εποχής 1960 Τάκη Ζεvέτoυ, που σήμερα μετά την αποκατάσταση του εναπομείναντος τμήματος του, πρόκειται να στεγάσει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Ο όρος «πολυσυζητημένο» αφορά το έργο αυτό καθαυτό αλλά και τις κινητοποιήσεις και τις προσπάθειες φορέων που έγιναν προκειμένου να αξιοποιηθεί και να μην κερματισθεί.

Η επιτυχημένη πορεία της επιχείρησης του Καρόλου Φιξ κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή επέκταση των εγκαταστάσεων του εργοστασίου μέχρι το 1920, στην ίδια πάντα θέση. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο οικιστικός ιστός της πόλης εξαπλώθηκε βαθμιαία και κάλυψε την περιοχή γύρω από το εργοστάσιο. Ωστόσο, η περιοχή εξακολουθούσε να διατηρεί χαμηλές πυκνότητες με μικρές κατοικίες, λίγο πριν από την ανεξέλεγκτη άνθηση του συστήματος αντιπαροχής, που εν πολλοίς κατέστρεψε την αστική φυσιογνωμία της περιοχής.

Τo 1956, η oικoγέvεια ΦIΞ του αναθέτει στov Τ. Ζενέτο τηv αvάπλαση και κατασκευή του εργοστασίων που βρίσκονταν ανάμεσα στη Συγγρού και Καλλιρόης χωρίς vα σταματήσει η λειτουργία τoυ παλαιoύ εργoστασίoυ. Η οικογένεια Φιξ κατέχει ήδη για χρόνια το μονοπώλιο της μπύρας, εκείνη δε τη χρονική στιγμή η κρατούσα πολιτική κατάσταση προσπαθεί να προωθήσει τη βιομηχανική ανάπτυξη μέσα από ευνοϊκές χρηματοδοτήσεις.

Οι παλιότερες εγκαταστάσεις με τις οποίες κλήθηκε ο αρχιτέκτονας να ασχοληθεί περιλάμβαναν διάφορες φάσεις κατασκευής: νεοκλασικά αλλά και μεταγενέστερα κτίσματα που επεκτείνονταν ανάλογα όχι μόνο με τις ανάγκες της εταιρείας, αλλά και με την κρατούσα πολιτική κατάσταση (χορήγηση δανείων, όροι δόμησης κλπ).

Η λύση που προτείνει ο Τ.Ζενέτος είναι ριζοσπαστική καθώς ενοποιεί όλα τα κτίριο με ένα νέο κέλυφος, που με τov τεράστιo όγκo τoυ και τα επιμήκη συνεχόμενα υαλoστάσια, φαντάζει vα αιωρείται ανάμεσα στα μικρότερης κλίμακας κτίρια πoυ εκείνη την εποχή τo περιβάλλoυv.

Τo εργoστάσιo παύει vα λειτoυργεί στη μεταπoλίτευση και περιέρχεται στην κατοχή της Εθνικής Τράπεζας, oπότε και εγκαταλείπεται στηv τύχη τoυ. Αργότερα γίνονται διάφoρες πρoτάσεις για τηv επαvάχρησή τoυ.

Η μια πρότεινε να μετατραπεί σε εμπoρικό κέvτρo, η βιoτεχvικό κέvτρo ή κέvτρo συvεδρίωv, η δεύτερη να καταδαφισθεί και να γίνει 6,5 στρεμμάτωv πάρκoυ και η τρίτη, η περίπτωση της Αττικό Μετρό, η oπoία και τελικά επικράτησε (καινoτoμώvτας με την πρόταση για κερματισμό του κτιρίου) και την μετατροπή του εναπομείναντις κτιρίου σε μουσείο. Στις 29 Οκτωβρίου 2002 υπογράφηκε σύμβαση μίσθωσης του κτιρίου μεταξύ της «Αττικό Μετρό Α.Ε.» και του ΕΜΣΤ διάρκειας 50 ετών, με την προοπτική το πρώην εργοστάσιο Fix να αναπλαστεί και να αποτελέσει τη μόνιμη στέγη του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο αναμένεται να ανοίξει και επισήμως τις πύλες του στο κοινό, αφού το 2017 φιλοξένησε μεγάλο μέρος της διεθνούς έκθεσης Documenta 14.

Εκείνο που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το εργοστάσιο Fix, με τις όποιες περιπέτειές του, έδωσε το όνομά του στην ευρύτερη περιοχή, αυτή που σήμερα ονομάζουμε περιοχή Συγγρού-Φιξ, ενώ άλλαξε το αστικό τοπίο με την εικόνα μιας σύγχρονης και ταχύτατα αναπτυσσόμενης οικονομικά περιοχής.

 

Πώς παράγεται η μπύρα – Πρώτες ύλες

Οι βασικές πρώτες ύλες για την παραγωγή μπύρας είναι το νερό, το κριθάρι, η ζύμη (μαγιά) και ο λυκίσκος. Άλλα συστατικά είναι δυνατό να προστίθενται, όπως για παράδειγμα ζαχαρη ή άλλα δημητριακά.

Νερό Χρησιμοποιείται πόσιμο νερό χαμηλής περιεκτικότητας σε άλατα. Διακρίνουμε το νερό που χρησιμοποιείται κατά τη διαδικασία της βυνοποίησης και το νερό που χρησιμοποιείται κατά βρασμό και τη ζύμωση. Μόνο το δεύτερο περιέχεται στην μπύρα που παράγεται τελικά.

Κριθάρι Χρησιμοποιείται δίστιχο κριθάρι, συνήθως φτωχό σε πρωτεΐνες και πλούσιο σε άμυλο. Σε ορισμένα είδη μπύρας είναι σύνηθες να χρησιμοποιούνται μαζί με το κριθάρι και άλλα δημητριακά, όπως σιτάρι, βρώμη. Άλλα είδη δεν περιέχουν καθόλου κριθάρι αλλά βασίζονται αποκλειστικά σε άλλα δημητριακά.

Λυκίσκος Ο λυκισκος αποτελεί φυτό και ως πρώτη ύλη για την μπύρα χρησιμοποιούνται μόνο τα θηλυκά άνθη του. Σε αυτά περιέχονται ρητίνες, οι οποίες κατά το βρασμό αποδίδουν τις αρωματικές και γευστικές ουσίες της μπύρας.

Ζύμη (μαγιά) Ως μαγιά της μπύρας χρησιμοποιούνται διάφορα είδη ζυμομυκήτων. Αυτά αναλαμβάνουν την διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης, τον μεταβολισμό δηλαδή των σακχάρων και την παραγωγή της αλκοόλης και του διοξειδίου του άνθρακα. Η επιλογή της ζύμης, σχετίζεται κάθε φορά με το είδος της μπύρας που θα παραχθεί.

 

Διαδικασία παραγωγής μπύρας

  • Βυνοποίηση: Το κριθάρι διαβρέχεται για διάστημα λίγων ημερών (συνήθως 2-5 ημέρες), μουλιάζει σε ζεστό νερό και στη συνέχεια αφήνεται για λίγες ημέρες να βλαστήσει, υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Η βύνη (αγγλ. malt) που λαμβάνεται με την εκβλάστηση υποβάλλεται σε ξήρανση και εν συνεχεία σε φρύξη (καβούρντισμα). Στο τελικό στάδιο της βυνοποίησης γίνεται κοσκίνισμα της ξηρής βύνης και απομακρύνονται άλλα ανεπιθύμητα συστατικά. Η παραγόμενη βύνη αλέθεται και αναμειγνύεται με αλεύρι και διπλάσια έως τετραπλάσια ποσότητα ζεστού νερού (αγγλ. mashing). Μέσα σ’ αυτό το συνολικό μείγμα, γίνεται η εκχύλιση του αμύλου και των υπόλοιπων διαλυτών συστατικών της βύνης. Αφού συντελεστεί και η σακχαροποίηση, το αλεσμένο μείγμα μεταφέρεται αλλού, όπου με ειδικούς μηχανισμούς διήθησης και καθίζησης διαχωρίζονται τα μη διαλυτά συστατικά από το επιθυμητό ζυθογλεύκος, δηλαδή το μούστο της μπύρας (ανάλογο με το μούστο του κρασιού).
  • Βρασμός: Το ζυθογλεύκος εμπλουτίζεται με τον λυκίσκο και στη συνέχεια βράζεται για λίγες ώρες. Με το βρασμό επιτυγχάνεται η αποστείρωση του ζυθογλεύκους καθώς και η εκχύλιση όλων των γευστικών, αρωματικών και συντηρητικών συστατικών του λυκίσκου.
  • Ζύμωση: Μέσα σε ειδικά δοχεία, ο μούστος εμπλουτίζεται με τη μαγιά της μπύρας η οποία μέσω διαφόρων χημικών αντιδράσεων παράγει τελικά την αιθυλική αλκοόλη της μπύρας και το διοξείδιο του άνθρακα (“ανθρακικό”). Υπάρχουν δύο βασικά είδη ζυμομυκήτων, οι αφροζύμες και οι βυθοζύμες, τα οποία οδηγούν γενικά σε δύο διαφορετικές κατηγορίες μπύρας.
  • Μεταζύμωση: Μετά την διαδικασία της ζύμωσης, αφαιρείται το μεγαλύτερο μέρος της μαγιάς και η μπύρα μεταφέρεται σε κλειστές δεξαμενές μεταζύμωσης, όπου το ποσοστό της μαγιάς που παρέμεινε, εξακολουθεί να δρα.

Το τελικό στάδιο αποτελεί η εμφιάλωση της παραγόμενης μπύρας.

 

Η παραγωγή της μπύρας στην Ελλάδα σήμερα

Σήμερα η μεγαλύτερη ζυθοποιία στην Ελλάδα είναι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία ιδρύθηκε το 1963 από μια ομάδα Ελλήνων επιχειρηματιών και αποτελεί μέλος του ομίλου Heineken N.V. Λειτουργεί με έδρα την Αθήνα. Το πρώτο εργοστάσιο της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας λειτούργησε στην Αθήνα το 1965 και παρήγαγε την μπύρα Amstel. Το 1975 εγκαινιάστηκε το δεύτερο εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη και το 1985 αγοράστηκε το τρίτο, στη BI. ΠΕ Πάτρας. Από το 1993 λειτουργεί στη Λαμία η μονάδα εμφιάλωσης του Φυσικού Μεταλλικού Νερού ΙΟΛΗ.Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία κατείχε δεσπόζουσα θέση στην ελληνική αγορά μπύρας, κατέχοντας τη μερίδα του λέοντος στην ελληνική αγορά τη δεκαετία του 2000, όταν ήλεγχε μέχρι το 82% της ελληνικής αγοράς μπύρας. Παράγει και συσκευάζει στην Ελλάδα τις μπίρες Amstel, Heineken, ΑΛΦΑ, Fischer, Buckler, BIOΣ 5, ενώ εμπορεύεται και εισάγει πολλές άλλες,  κατέχει το 40% της ελληνικής αγοράς και το 20% της παραγωγής της εξάγεται σε πέντε ηπείρους.

Δεύτερη ζυθοποιία, σε μικρή αποστάση είναι η  Ολυμπιακή Ζυθοποιία,  που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση των εταιρειών Μύθος Ζυθοποιία και Ολυμπιακή Ζυθοποιία το 2015.  Η εταιρεία διαθέτει 2 ιδιόκτητες μονάδες παραγωγής στη Σίνδο, Θεσσαλονίκης και τη Ριτσώνα, Ευβοίας, δυναμικότητας 2,2 εκατ. εκατόλιτρων ετησίως, στις οποίες παράγονται τα προϊόντα FIX Hellas, FIX Dark, FIX ‘Άνευ, Μythos, Mythos Radler, Kaiser και Henninger. Παράλληλα, η Ολυμπιακή Ζυθοποιία εισάγει και διανέμει στη χώρα μας διεθνώς αναγνωρισμένες μάρκες όπως: τη δανέζικη Carlsberg, τη μεξικάνικη Corona Extra, τις ιρλανδικές μπύρες  Guinness και Kilkenny. Ταυτόχρονα, η εταιρεία παράγει, διαθέτει και διανέμει στην ελληνική αγορά τα κορυφαία σήματα Tuborg Club Soda, Tuborg Tonic Water, Tuborg Lemon Soda, Tuborg Lime-Green Tea Soda & Tuborg Orange-Cinnamon Soda”.

 

 

Μικρές ζυθοποιίες στην Ελλάδα

Δεκάδες μικρές ζυθοποιίες της περιφέρειας, που έχουν το προτέρημα της φρέσκιας, αφιλτράριστης και απαστερίωτης μπύρας, ξεπεταχτήκαν στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια, κυρίως στον 21ο αιώνα. Μαλιστα οι πρόσφατες εξελίξεις επιβεβαιώνουν την τάση, κάθε τουριστικός προρισμός ειδικά τα τουριστικά νησιά να αποκτούν την μικροζυθοποιία τους (Κρήτη, Κέρκυρα, Ρόδος, Κως, Χίος, Τήνος, Σαντορίνη, Πάρος, Μύκονος, Φολέγανδρος κλπ).Βέβαια οι ποσότητες που παράγουν όλες αυτές δεν ξεπερνούν το 20%, μάλιστα αν αφαιρέσεις τις τρεις μεγαλύτερες απ’ αυτές, τότε όλες μαζί δεν παράγουν ούτε το 10% της ελληνικής παραγωγής.

Μπύρα Νήσος

Η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης με την Pils Hellas που κατέχει την τρίτη θέση στην αγορά της μπύρας και την πρώτη θέση μεταξύ των εταιρειών ελληνικής ιδιοκτησίας-έχει περάσει εδώ και καιρό το σκαλοπάτι της Μικροζυθοποιίας-, η Septem από την Εύβοια, η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης με την γνωστή μπύρα Βεργίνα από τη Μακεδονία και ακολουθούν Κερκυραϊκή Ζυθοποιία από τον Αρίλλα στη βόρεια Κέρκυρα με πολλές επιλογές,  η Φρέκια Μπύρα Χίου, η Νήσος από την Τήνο, Volcan και η Donkey από τη Σαντορίνη, η Χάρμα από την Κρήτη, η Μεσσηνική Ζυθοποιία με την Νέδα, η Ρεθυμνιακή Ζυθοποιία, η Ζυθοποιία Ρόδου με την Μagnus magister, η Πειραϊκή Μικροζυθοποιία, η Siris από τις Σέρρες, είναι οι σημαντικότερες ζυθοποιίες που με τις φρέσκιες μπίρες τους δροσίζουν τα καλοκαίρια μας.

Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα θετικό για την εξέλιξη του κλάδου της ελληνικής ζυθοποιίας, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της στασιμότητας και τη σταδιακή ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς μπύρας, μέσα από νέες προσπάθειες και προϊόντα. Εκτός της περιφερειακής ανάπτυξης που υποστηρίζεται από τις τοπικές ζυθοποιίες,  εμπλουτίζεται και το εύρος των επιλογών των καταναλωτών, μέσα από νέες εναλλακτικές προτάσεις, που όχι μόνο καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αναγκών, αλλά ταυτόχρονα «εκπαιδεύουν» το κοινό γύρω από την μπύρα (τα είδη της, τις γεύσεις, τα χαρακτηριστικά της, κ.λπ.).

Corfu Beer - Kερκυραϊκή Μικροζυθοποιία

Τέλος, είναι εξίσου σημαντικό να αναφερθεί ότι αυτή η «κινητικότητα» στην ελληνική ζυθοποιία, τα τελευταία χρόνια, συμβάλλει και στη σταδιακή δημιουργία κουλτούρας μπύρας στη χώρα μας, γεγονός σημαντικό τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για το μέλλον του κλάδου.

Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης: Πρότυπος Ελληνική Ζυθοποιία

 

Σημαντική στο κλάδο της ζυθοποιίας είναι και η παρουσία της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης (ΕΖΑ),η οποία κατέχει ισχυρή θέση στην αγορά της μπίρας και την πρώτη μεταξύ των εταιρειών ελληνικής ιδιοκτησίας.

Η εταιρία ιδρύθηκε το 1988 ως θυγατρική γερμανικού ομίλου παραγωγής μπίρας και ένα χρόνο αργότερα απέκτησε το δικό της εργοστάσιο στην Αταλάντη, στις παρυφές του Παρνασσού. Παράλληλα ανασυγκροτήθηκε και μετονομάστηκε σε Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης. Σήμερα παράγει πέντε υψηλής γευστικής αξίας προϊόντα ζύθου, τις Pils Hellas, ΕΖΑ Premium Pilsner & ΕΖΑ Fine Lager, BLUE Ιsland, ODYSSEY & Berlin και παράλληλα εισάγει, διακινεί και εμπορεύεται τη διεθνώς αναγνωρισμένη Gulden Draak. Οι μοναδικές μπίρες της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης, που υπογράφουν με την ξεχωριστή γεύση και τη μοναδική φρεσκάδα την καθημερινότητα μας είναι 100% ελληνικές. Στοιχείο το οποίο εκφράζει την βαθύτερη φιλοσοφία της εταιρίας η οποία παρακινεί τους καταναλωτές να αγκαλιάσουν τα ελληνικά προϊόντα, ενώ λειτουργεί ως κινητήριος δύναμη ώστε αυτά να διεκδικήσουν χώρο στα δίκτυα διανομής και τα καταστήματα επιτόπιας κατανάλωσης. Ξεκινώντας από την εγχώρια αγορά μπίρας, η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης θέτει ως στόχο τη δημιουργία μίας αγοράς ίσων ευκαιριών, όπου οι ελληνικές μπίρες έχουν χώρο να εξελιχθούν και να αναπτυχθούν.

 

Με βασικό συστατικό της το γάργαρο νερό του Παρνασσού η εταιρεία επιθυμεί να προσφέρει στους Έλληνες και ξένους καταναλωτές το καλύτερο δυνατό προϊόν φτιαγμένο με ελληνικό μεράκι, ψυχή, πάθος και εξαιρετικές πρώτες ύλες. Οι σύγχρονες ιδιόκτητες παραγωγικές εγκαταστάσεις της εκτείνονται σε 200 στρέμματα, στην Αταλάντη από όπου αναδεικνύεται η δυναμική και η καινοτομία της εταιρίας, η οποία συμμετέχει απρόσκοπτα στην εθνική προσπάθεια για ανάπτυξη της Ελλάδας. Σκοπός της είναι να αποτελέσει τον ισχυρότερο ελληνικό πυλώνα στο κλάδο της μπίρας και των αναψυκτικών με ταυτόχρονη ανάπτυξη και στο εξωτερικό προσφέροντας πρωτοποριακά προϊόντα υψηλής ποιότητας.

 

Έχοντας βαθύ σεβασμό στους καταναλωτές η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης βαδίζει παράλληλα με την ανάπτυξη της χώρας. Φροντίζει να παράγει αξίες, να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να επενδύει στο περιβάλλον μέσω της ανάπτυξης τεχνικών για την προστασία του, στους εξειδικευμένους ανθρώπους, στις τοπικές κοινωνίες, στους θεσμούς και στους κοινωνικούς φορείς. Επιδιώκει την ανάπτυξη εξωστρέφειας μέσω εξαγωγών. Υπόσχεται μέσα από τη δυναμική της, την καινοτομία και την δέσμευσή της για αυτό-βελτίωση, διαρκή ενημέρωση και εκπαίδευση του προσωπικού της, να δημιουργεί προστιθέμενη αξία και ευκαιρίες ανάπτυξης σε σημαντικούς κλάδους τροφίμων και ποτών και άρα να χαρίζει βιώσιμη προοπτική στον τόπο μας.

 

Στην Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης ο ανθρώπινος παράγοντας αποτελεί τη βάση αξιών όπου οικοδομείται αποφασιστικά η αναπτυξιακή πορεία της εταιρίας. 180 έμπειροι και εξειδικευμένοι εργαζόμενοι και επιστήμονες αποτελούν το σημαντικότερο κεφάλαιο για την επίτευξη των στόχων και την υλοποίηση του οράματός της.

 

Εγκαταστάσεις

 

Οι παραγωγικές και υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις της στις παρυφές του Παρνασσού, στην Αταλάντη αποτελούν μια πλήρως καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής, με 4 γραμμές συσκευασίας 1 γραμμή εμφιάλωσης, 1 γραμμή εγκυτίωσης και 1 γραμμή πλήρωσης βαρελιών με άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό και με δυνατότητα παραγωγής που υπερβαίνει τα 80.000.000 λίτρα ετησίως. Το 2015, ολοκληρώθηκε η επένδυση της νέας σύγχρονης γραμμής εμφιάλωσης κουτιού που επιτρέπει την παραγωγή 200.000.000 κουτιών ετησίως.

 

Με την αυτοχρηματοδοτούμενη αυτή επένδυση, η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης διαθέτει πλέον την πιο σύγχρονη μονάδα εμφιάλωσης κουτιού στα Βαλκάνια. Οι παραγωγικές διαδικασίες συνάδουν με μηχανισμούς απόλυτα φιλικούς προς το περιβάλλον και τηρούνται αυστηροί έλεγχοι ποιότητας και ασφάλειας. Την ίδια περίοδο, αυξήθηκε η παραγωγική δυναμική της εταιρίας σε καινοτόμα προϊόντα όπως η BLUE ISLAND pear delight που είναι alcohol & gluten free.

Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να γίνει στον τρόπο που διαχειρίζεται η εταιρία περιβαλλοντικά ζητήματα. H προστασία του περιβάλλοντος είναι πρωταρχικός της στόχος και απεικονίζεται απόλυτα και στην εταιρική της ταυτότητα.

 

Περιφρουρεί το περιβάλλον που φιλοξενεί την μονάδα της, όχι μόνο από πεποίθηση αλλά και διότι το νερό του Παρνασσού είναι βασικό συστατικό της μπίρας της. Ο υδροφόρος ορίζοντας του Παρνασσού είναι ζωτικής σημασίας αφού το 93% της μπίρας είναι νερό.

 

Το σύστημα ολικής μέριμνας του περιβάλλοντος που ακολουθεί περιλαμβάνει: βιολογικό καθαρισμό καθώς και χρήση άριστης ποιότητας φυσικών πρώτων υλών που καλλιεργούνται χωρίς φυτοφάρμακα και είναι απαλλαγμένα από γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς. Μετά την παραγωγή οι πρώτες ύλες χρησιμοποιούνται σαν ζωοτροφές ενώ η εταιρεία έχει ενσωματώσει προγράμματα ανακύκλωσης των υλικών συσκευασίας (97%).

 

Επιπλέον, η εξοικονόμηση ενέργειας (50%) και ο περιορισμός των αερίων ρύπων μαζί με τις μονάδες επεξεργασίας υγρών αποβλήτων (100%) αποτελούν σημαντικά στοιχεία του συστήματος ολικής μέριμνας. Τέλος το σύστημα περιλαμβάνει την ελεγχόμενη αποκομιδή στερεών αποβλήτων καθώς και την αποθήκευση επικίνδυνων υλικών.

Ιστορική αναδρομή

 

Το 1998, η οικογένεια Συριανού, εξαγοράζει τις μετοχές που ανήκαν στην γερμανική θυγατρική εταιρεία υπό μορφή management buy out με αποτέλεσμα πέντε χρόνια αργότερα να περάσει σε 100% ελληνικό ιδιοκτησιακό καθεστώς. Η συμφωνία περιλάμβανε και την άδεια χρήσης των διεθνώς αναγνωρισμένων σημάτων Lowenbrau και Stella Artois του γερμανικού ομίλου για την παραγωγή και την διάθεση της μπίρας στην Ελλάδα μέχρι το 2009.

 

Σ’ αυτό το  χρονικό διάστημα η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης αποκτά ένα τεράστιο κεφάλαιο γνώσης και πείρας στην μπίρα εκμεταλλευόμενη την τεχνογνωσία των Γερμανών και των Βέλγων ζυθοποιών που εργάζονται για τον έλεγχο ποιότητας στη παραγωγή της μπίρας στο εργοστάσιο της στην Αταλάντη.

 

Ταυτόχρονα εμπλουτίζει το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της με εξαιρετικής ποιότητας μπίρες εισαγωγής, που οι  Έλληνες γευσιγνώστες υποδέχονται με ενθουσιασμό, όπως η Becks και η Franziskaner.

 

Το 1996 η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης παράγει το πρώτο της ελληνικό σήμα, την PILS HELLAS και το 2009 την BERLIN, αναβαθμίζοντας την ποιότητα της ελληνικής  μπίρας, με τη διαδικασία ωρίμανσης να εξελίσσεται πλέον σε τουλάχιστον 21 ημέρες.

 

Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης γίνεται πρωτοπόρος στη βαρελίσια μπίρα, επενδύοντας στον ειδικό εξοπλισμό που απαιτείται για την παραγωγή υψηλής ποιότητας draught beer. Έτσι, προσφέρει στον τελικό καταναλωτή άριστης ποιότητας φρέσκια βαρελίσια μπίρα, σε ένα διευρυμένο δίκτυο λιανικής.

Από το 2011 η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης, αμιγώς ελληνική εταιρία,  χαράσσει μία ανεξάρτητη στρατηγική συμμετέχοντας ενεργά στην αποκεντρωμένη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.  Εξελίσσεται σε μία δυναμική εταιρία που λανσάρει 3 καινούργια  σήματα. Την BLUE island την πιο γευστική καλοκαιρινή μπίρα, την εζα που με 5,2%  βαθμούς αλκοόλ ανταγωνίζεται με επιτυχία  τις καλύτερες μπίρες της ελληνικής αγοράς, και την ODYSSEY  που είναι από μόνη της μία κατηγορία.

 

Το 2013 γίνεται αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με το fund DAMMA Holdings να μπαίνει στην εταιρία σαν στρατηγικός επενδυτής δίνοντας νέα δυναμική στα αναπτυξιακά σχέδια της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης. Στην συνέχεια της δυναμικής της αναπτυξιακής  της πορείας  η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης προχωράει σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού  στο εργοστάσιο της που έχουν στόχο να  αυξήσουν την παραγωγή και να αριστοποιήσουν την ποιότητά της.

Με αυτό τον προσανατολισμό το 2015 ολοκληρώνει τη Α΄ φάση του επενδυτικού πλάνου, με την νέα μονάδα συσκευασίας στην Αταλάντη ύψους 5.500.00€.

 

Η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης, μια εταιρία που επιμένει ελληνικά, έχει εξελιχθεί δυναμικά διαθέτοντας χαρτοφυλάκιο προϊόντων με εξαιρετικής ποιότητας μπίρες τοπικής παραγωγής & εισαγωγής. Η εξέλιξη της έχει συντελέσει και στην εξέλιξη του κλάδου της ελληνικής ζυθοποιίας, καθώς συμβάλει στο τέλος της στασιμότητας και τη σταδιακή ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς μπίρας, μέσα από νέες προσπάθειες και προϊόντα. Εκτός της περιφερειακής ανάπτυξης που υποστηρίζεται από την Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης,  εμπλουτίζεται και το εύρος των επιλογών των καταναλωτών, μέσα από νέες εναλλακτικές προτάσεις, που όχι μόνο καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αναγκών, αλλά ταυτόχρονα «εκπαιδεύουν» το κοινό γύρω από την μπίρα (τα είδη της, τις γεύσεις, τα χαρακτηριστικά της).

 

Τέλος, είναι εξίσου σημαντικό να αναφερθεί ότι αυτή η «κινητικότητα» στον χώρο, τα τελευταία χρόνια, συμβάλλει και στη σταδιακή δημιουργία κουλτούρας μπίρας στη χώρα μας, γεγονός σημαντικό τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για το μέλλον του κλάδου.

 

Και όταν αναρωτιέστε αν η μπίρα γράφεται με ύψιλον ή με γιώτα… η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης έχει την απάντηση. Η λέξη είναι λατινογενής και προέρχεται από την birra που από την σειρά της έχει ρίζες από το λατινικό ρήμα biber / bibere που σημαίνει πότο / πίνω. Η γραφή της λέξης με ύψιλον είναι μεταγενέστερη, προϊόν μίξης της μπίρας με γιώτα και του ζύθου που προέρχεται από το αρχαϊκό ζέω που σημαίνει βράζω.

Υ.Γ Συντάκτη… Ανατρέχοντας σε εγκυκλοπαίδειες αναφέρεται ότι όντως το σωστόν, με βάση την προέλευση, αλλά ιστορικά στην συνείδηση του κόσμου η ανάμειξη της μπιρας και του ζύθου δημιουργησαν την οικεία σε όλους ορθογραφία της μπύρας. Καταγράφουμε και τους δυο τύπους!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

<