Στον δρόμο της Ηλιάδας στην Πάρο

Στον δρόμο της Ηλιάδας - Greek Gastronomy Guide
Aug 17 2020

Στον δρόμο της Ηλιάδας στην Πάρο

Τα πράγματα στην Πάρο φαίνεται να έχουν αγριέψει, ο κορωνοϊός χτυπάει όσους τον αψηφίσανε, αυτούς, μικρούς και μεγάλους που συνωστίζονταν σε Νάουσες, Αντιπάρους ωσάν να μην συμβαίνει τίποτα, τα πιτσιρίκια ανέμελα κι αδιάφορα για το κακό να μαζεύονται το ένα πάνω στ’ άλλο, και οι λοιποί συνομωσιολόγοι, από εκεί που λέγαν ότι όλα είναι μια απάτη, τώρα καταδικάζουν τους πάντες και τα πάντα. Κι από την άλλη, και η πληροφόρηση ανύπαρκτη, τα κρούσματα γινήκαν ιικά φορτία και τελειώσαμε.

Απομονωμένος με την Μπήλιω στις Λεύκες, το χωριό που πρίν 40 χρόνια, ως φοιτητής απόκτησα το πρώτο μου σπίτι και το διατηρώ όπως ακριβώς τόχα φτιάξει τότε… τα απολύτως απαραίτητα… τάξη και χάος… και είμαι πολύ χαρούμενος που με γεμίζει ακόμα πιο πολύ, γιατί η λιτότητα και η αφαίρεση στην εποχή και στην γενιά μας αποτελεί σπάνιο αγαθό.

Το φως χαράματα με χτυπά κατάματα και φουλ, οι ετοιμασίες για τον δρόμο της Ηλιάδας. Ο πρωινός δρόμος που γεμίζει την καθημερινότητά  μου.

Το σπιτάκι στις Λεύκες αντέχει, ο σοβάς σαρδελωτός (τεχνική με κουταλάκι) 100 ετών πάνω στην πέτρα και το ασβέστωμα κάθε τόσο, όποτε δηλαδή το θυμόμαστε. Ρίχνουμε μια ματιά στη θάλασσα, να δούμε τον καιρό και την κατάσταση του μελτεμιού και αναχωρούμε, γιατί θα την χάσουμε την Ηλιάδα.

Ένα γρήγορο πρωινό πότισμα, στον χειμωνιάτικο βασιλικό, τον δεντρολίβανο και την γλυστρίδα που το μεσημέρι θα συντροφεύσει τη σαλάτα μας.

Δέκα σκαλοπατάκια και βρισκόμαστε στο αυλιδάκι και από εκεί στο πλακόστρωτο που μόλις γαλακτίσαμε.

Ξεκινάει ο περίπατος για την Ηλιάδα, ρίχνοντας μια ματιά και στον σγουρό βασιλικό, πούχουμε χαϊδέψει εν τω μεταξύ για να μας συνοδεύει η μυρωδιά του σ’ όλην την διαδρομή.

Ρίχνουμε και μια ματιά στην καππαριά μας, που έχει σκαρφαλώσει στο διπλανό χάλασμα.

Μισή ώρα περπάτημα ανηφορικό, και μας πιάνει και μας δροσίζει το αεράκι, ενώ πού και πού γυρνάμε για να θαυμάσουμε  το χωριό.

Τα σπίτια και οι αυλές του χωριού τώρα αντικαθίστανται από απανωτές ξερολιθιές και τις μυρωδιές της υπαίθρου, το φασκόμηλο, τη ρίγανη, το θυμάρι και το φλισκούνι.

Κόβουμε λίγα από τα μυρωδικά, θα τα στεγνώσουμε και θα τα χρησιμοποιήσουμε και αυτά στην ώρα τους.

Στην κορυφή του λόφου ανταμώνει κανείς ένα μικρό αγρόκτημα.

Και εκεί ανάμεσα στις ξερολιθιές και στα λιθόκτιστα κτίσματα, το βασίλειο της πέτρας, κάτι κινείται, είναι η Ηλιάδα, όχι η γνωστή Ιλιάδα του Ομήρου με Ι, αλλά με Η από το Ηλίας. Ένας βράχος ζωής αφού από το 1940, τη χρονιά που γεννήθηκε, μέχρι τις μέρες μας, τη ζωή της θα πρέπει να βρεθεί ένας σύγχρονος Όμηρος να την εξιστορήσει.

Ορφανή από τη γέννα από μάνα και πατέρα και παντρεμένη από τα 16, έκανε 6 γέννες έχασε 2 παιδιά,  τώρα έχει τέσσερις γιούς, 9 εγγόνια και 5 δισέγγονα, κι όλη της η ζωή είναι στα κτήματα στα ζώα. Δεν έχει λείψει ούτε μια μέρα, εκεί με τους βοριάδες, εκεί με τις βροχές, εκεί με τα χιόνια.

Πρώτα ξεκινά με τα μοσχαράκια που τα ταΐζει αλεσμένο καλαμπόκι και φρέσκο νερό. Κατόπιν πάει να αρμέξει τα κατσίκια, για να έλθει ο γιός της ο Μιχάλης και να πάει το γάλα για τυροκόμηση, στο τυροκομείο του Συνεταιρισμού της Πάρου, που φτιάχνει νόστιμες γραβιέρες.

Μα η μεγάλη της χαρά είναι τα κατσικάκια. Αφού τελειώσει το ταΐσμα των μεγάλων έρχεται η ώρα των μικρών. Όταν τα κατσικάκια έχουν μάνα όλα πάνε καλά, όταν όμως η μάνα πεθάνει πάνω στη γέννα, όπως η περίπτωσή μας τώρα με τα τρία κατσικάκια, τα πράγματα δυσκολεύουν.

Οι θηλυκές τα αποδιώχνουν με βιαιότητα, και τα κακομοίρικα τα έχουν χαμένα, ζητάνε εις μάτην γάλα χωρίς αποτέλεσμα.

Εδώ έρχεται η Ηλιάδα και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. “Γνωρίζω από ορφάνια” μας λέει συγκινημένη και αναλαμβάνει δράση. “Καναρινάκια μου, ελάτε εδώ!” τα φωνάζει η Ηλιάδα με μια τρυφεράδα σαν κι αυτή που θα ‘θελε να χε όταν ήταν μικρή.

Πιάνει όσες μάνες έχουν γάλα, τις ακινητοποιεί και έτσι τα κατσικάκια βυζαίνουν όσο θέλουν.

Μετά, ένα-ένα τα βάζει πάλι μέσα στο μαντρί για να μην την κοπανήσουν!

Ο ασπρούλης, ο γκριζούλης και ο ασπρομαυρούλης αγκαλιά είχαν και σήμερα την αγάπη και τη φροντίδα της, όπως και εκατοντάδες άλλοι ασπρούληδες και μαυρούληδες στο παρελθόν. Γιατί αυτή είναι η ζωή της Ηλιάδας, να φροντίζει ανθρώπους, ζώα και τη γη, να υπομένει όλες τις δυσκολίες της ζωής και να την συνταντάς κάθε πρωί, κοντά στα χαράματα, με μιαν απίστευτη χαρά και αισιοδοξία για τη ζωή.

Η δουλειά τέλεψε, όλα τακτοποιηθήκαν, αλλά η Ηλιάδα μας συνεχίζει. Τώρα σειρά έχει το μεγάλο κτήμα με όλα τα άλλα ζώα (μεγάλα γελάδια, μοσχάρια, πολλά πρόβατα και κότες).

“Μπα δεν σου πα τίποτε μέχρι τώρα, πού να μάθεις την ιστορία μου, έτσι λίγες φορές που βρεθήκαμε. Πρέπει να ρθεις κι άλλες τόσες“. Μέχρι να βρεθεί ο σύγχρονος Όμηρος, εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να χαίρομαι να την καλημερίζω, και να παίρνω κομμάτι από τη ζωτικότητα της και την ανθρωπιά της. 

Και να γυρίζω όλο χαρά στο σπιτικό μου, γεμάτος, για να φάω πρωινό που, εκτός των άλλων, θα χω και τα αυγουλάκια που με φιλεύει από καιρό εις καιρό.  Και να σκέφτομαι και να ξανασκέφτομαι με πόσα λίγα πράγματα μπορεί κάποιος να είναι ευχαριστημένος στη ζωή.

<