Tα ελληνικά ΠΟΠ-ΠΓΕ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Jun 28 2018

Tα ελληνικά ΠΟΠ-ΠΓΕ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

(Oμιλία του Γιώργου Πίττα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τα ελληνικά ΠΟΠ-ΠΓΕ Προϊόντα)

Κυρίες και Κύριοι

Η γνωστή μεσογειακή διατροφική τριάδα – ψωμί, λάδι, κρασί – συμπληρωμένη και με άλλα τοπικά φυτικά και ζωικά τρόφιμα και παρασκευασμένη σε ποικίλες μαγειρικές εκδοχές, είναι η τροφή εδώ και αιώνες του Ελληνικού χώρου που καταναλώνεται ατομικά ή συλλογικά, καθημερινά ή εορταστικά.

Οι ελληνικές φυτικές ποικιλίες έχουν τη δική τους ιστορία και προϊστορία, καθώς διαγράφουν μια μοναδική πορεία,

είτε ενδημικά στον ελλαδικό χώρο εδώ και χιλιάδες χρόνια (όπως οι ποικιλίες σιτηρών, οσπρίων, ελιάς και αμπελιού),

είτε εισαγόμενες από την κεντρική Ασία (όπως τα οπωροφόρα ροδακινιά και βερικοκιά),

είτε προερχόμενες από τη μακρινή λατινική Αμερική (όπως η πατάτα, η ντομάτα, το καλαμπόκι).

Έτσι, συνιστούν ισχυρά πολιτισμικά στοιχεία ταυτότητας της κάθε περιοχής, όπου ρίζωσαν και εγκλιματίστηκαν.

Η καλλιέργεια, η παραγωγή και η κατανάλωσή τους εντάχθηκε με πολλούς τρόπους στον τοπικό πολιτισμό:

α) με την επιλογή των κατάλληλων χωραφιών για καλλιέργεια με βάση τη σύσταση του εδάφους και το μικροπεριβάλλον (π.χ. σταροχώραφα, αμπελοτόπια, λιογύρια, φακοχώραφα, πατατοχώραφα κτλ.),

β) με την ανάπτυξη μιας ειδικής τεχνολογίας που αφορά την εκμετάλλευση των καλλιεργειών αυτών (τεχνικές άροσης, ψαρέματος, φύλαξης και μεταφοράς αγαθών, όπως τα πιθάρια, οι αμφορείς τα καλάθια κτλ.),

Πρωινό της Λέσβου

γ) με την ουσιαστική συμμετοχή τους στην τοπική κουζίνα (τοπικά φαγητά και εδέσματα)

δ) με την ονοματοδοσία τόπων (Κρόκος, Συκιά, Κερασιά, Ροδιά, Mαράθι κ.ο.κ.)

και, τέλος, ε) με την παρουσία τους στις παροιμίες και τον αφηγηματικό λόγο («κάποιο λάκκο έχει η φάβα», «όποιος καεί στο χυλό φυσά και το γιαούρτι», «να μένει το βύσσινο», «κάθε πράγμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο», «καλόμαθε η γριά στα σύκα», «τα λόγια σου στάζουν μέλι», κ.ά.).

Πολλές τοπικές ποικιλίες ή προϊόντα έχουν τη δική τους ιστορία και έχουν ταυτιστεί με τον διατροφικό και γαστρονομικό πολιτισμό συγκεκριμένων τόπων και περιοχών. Έτσι, οι τόποι συνδέουν το όνομά τους με τα προϊόντα αυτά και ταυτόχρονα, γίνονται αναγνωρίσιμοι από τη φήμη των προϊόντων αυτών (όπως η μαστίχα Χίου, ο κρόκος Κοζάνης, το κουμκουάτ Κερκύρας, το φιρίκι Πηλίου, το φιστίκι Αιγίνης, τα μήλα Ζαγοράς, τα σύκα Κύμης, η γραβιέρα Νάξου, το μαντολάτο Ζακύνθου, ο χαλβάς Φαρσάλων, το κουλούρι Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλα λιγότερο γνωστά: οι αγκινάρες Κώμης Τήνου, τα δαμάσκηνα Σκοπέλου, οι κουραμπιέδες Ν. Καρβάλης).

Αγκινάρα Τήνου

Αγκινάρα Τήνου

Σήμερα, στις δυτικές κοινωνίες, αφού ξεπεράστηκε η φάση της διατροφής για την επιβίωση, που στήριξε τη βιομηχανική παραγωγή τροφίμων μετά τον πόλεμο, περάσαμε πια στη φάση της κατανάλωσης υγιεινών προϊόντων, που έχουν ιδιαίτερες γεύσεις και συνδέονται με τοπικούς μύθους. Έτσι, τα ανώνυμα προϊόντα αφ’ ενός και τα μαζικά προϊόντα της βιομηχανίας αφ’ εταίρου, αρχίζουν ν’ αντικαθίστανται από προϊόντα με ονοματεπώνυμο, αφού μεγαλώνει σταθερά ο αριθμός των καταναλωτών που δίνει προτεραιότητα στη ποιότητα και στην τοπικότητα. Και εδώ βρίσκεται η πηγή της συνεχούς αναζήτησης ποιοτικών τοπικών προϊόντων, στα οποία υπερέχουν τα προϊόντα γεωγραφικής προέλευσης.

Η τάση αυτή συναντήθηκε στα τέλη του 20ού αιώνα με το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Κοινότητας να προστατεύσει και να προωθήσει τα παραδοσιακά αυτά προϊόντα, εξασφαλίζοντας τη βελτίωση του γεωργικού εισοδήματος, ιδιαίτερα στις μειονεκτικές περιοχές (όπου συνήθως παράγονται) και να συγκρατήσει σε αυτές τον αγροτικό πληθυσμό.

Με τον τρόπο αυτό, τα ΠΟΠ και τα ΠΓΕ προϊόντα φορτωμένα με ισχυρή ιστορική και συμβολική αξία, συνυφασμένα με την πολιτισμική ιστορία κάθε τόπου, συγκροτούν τη διατροφική του ταυτότητα, δημιουργούν τις τοπικές κουζίνες και αποτυπώνουν τη γαστρονομική ιδιαιτερότητα κάθε περιοχής, συμβάλλουν στην κοινωνική συνοχή και την οικονομική ανάπτυξη.

Η ισχύς των υπερτοπικών προϊόντων των υπερεθνικών επιχειρήσεων βρίσκεται αντιμέτωπη με τα τοπικά προϊόντα που έχουν την ταυτότητα τόπου, κουβαλούν χρόνων ιστορία και ιδιαίτερους τρόπους παρασκευής ανά τόπο.

Η ρυθμισμένη αναγνώριση από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα από το 1992 των ΠΟΠ-ΠΓΕ αποσκοπεί επίσης στο να θέσει στη διάθεση του καταναλωτή σαφείς και συνοπτικές πληροφορίες για την καταγωγή αυτών των προϊόντων και για τη μεθοδολογία παραγωγής τους, η οποία πρέπει να σέβεται τους βασικούς και ποιοτικά καθορισμένους όρους.

Για να προστατευτεί ένα προϊόν που έχει ονομασία προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης πρέπει να καταχωρηθεί στον αντίστοιχο κατάλογο προϊόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για να χαρακτηριστεί ένα προϊόν με τον όρο της Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), θα πρέπει να πληρεί τις εξής προϋποθέσεις: α) να κατάγεται από μια συγκεκριμένη οριοθετημένη περιοχή, β) η ποιότητά του να οφείλεται στο ιδιαίτερο γεωγραφικό περιβάλλον της περιοχής, γ) να παράγεται, να μεταποιείται και να επεξεργάζεται στην οριοθετημένη περιοχή.

Οι πωλήσεις των πιστοποιημένων προϊόντων ΠΟΠ και ΠΓΕ της Ευρώπης ξεπερνά τα 50 δις ευρώ, με μεγαλύτερο μερίδιο να καταλαμβάνουν η Ιταλία (33%), η Γερμανία (25%), η Γαλλία (17%) και η Βρετανία (8%). Η χώρα μας παράγει 150.000 τόνους πιστοποιημένων προϊόντων, αξίας 650 εκατ. ευρώ, με ποσοστό μόλις 1,3% επί του ευρωπαϊκού συνόλου, παρότι πέρασε στην πέμπτη θέση σε σχέση με τον αριθμό των προϊόντων που έχει πιστοποιήσει (101). Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι δεν έχει αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα του χαρακτηρισμού αυτών των προϊόντων ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ για την κατάκτηση της αγοράς.

Από ότι φαίνεται η κατοχύρωση, του ονόματος και η προστασία των προϊόντων από τις κοινοτικές νομοθεσίες δεν είναι αρκετές για την επιβίωση των ΠΟΠ-ΠΓΕ προϊοντων. Το παράδειγμα της Ελλάδας μας το επιβεβαιώνει.

Αν οι ίδιοι καταναλωτές, οι τοπικές κοινωνίες, οι θεσμικοί εκπροσωποι, οι κλαδικοί φορείς και η Πολιτεία δεν θεωρήσουν ότι πρέπει να στηρίξουν, να προστεύσουν και να αναδείξουν τα ΠΟΠ-ΠΓΕ προϊοντα ως πρεσβευτές της πολιτιστικής και γαστρονομικής ταυτότητας κάθε τόπου, τα αποτελέσματα των διοικητικών ρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι πενιχρά.

Η Ευρωπαϊκή κοινότητα έκανε το χρέος της, πρέπει και εμείς να κάνουμε το δικό μας.

Ξενοδοχείο Κυρίμαι - Μάνη, η γεύση της ιστορίας - Greek Gastronomy Guide

Η αναζήτηση μιας ιδιαίτερης τοπικής διατροφικής ταυτότητας είναι σήμερα από τα ζητούμενα των πολιτιστικών-οικονομικών δράσεων των τοπικών κοινωνιών. Στο πλαίσιο αυτό, μόλις πρόσφατα άρχισε δειλά δειλά ν’ αναπτύσσεται στην Ελλάδα, ένα είδος αγροδιατροφικού και γαστρονομικού τουρισμού με την όλο και συχνότερη διοργάνωση γιορτών και την κατανάλωση «επιτόπου» τοπικών ΠΟΠ-ΠΓΕ προϊόντων (γιορτές ελιάς και λαδιού στη νότια Πελοπόννησο, γιορτή μανιταριών στα Γρεβενά, γιορτή μελιτζάνας στο Λεωνίδιο, γιορτές φέτας στην Ελασσώνα, φιστικιού στην Αίγινα κ.ά.). Οι γιορτές αυτές μαζί με τα παραδοσιακά θρησκευτικά πανηγύρια (όπως το πανηγύρι του Αγ. ∆ονάτου στην Εγκλουβή Λευκάδας) αποτελούν εκδηλώσεις συλλογικότητας που συνδέουν ακόμα περισσότερο τα προϊόντα με τις τοπικές κοινωνίες, ενισχύοντας βεβαίως τις αντίστοιχες οικονομίες.

Το ίδιο ρόλο αρχίζουν να παίζουν και διάφορες γαστρονομικές κοινότητες νέων ανθρώπων που επιχειρούν με εκδηλώσεις και φεστιβαλ να αναδείξουν τα προϊόντα και την κουζίνα των τόπων τους. Και αυτό είναι μια μεγάλη ελπίδα. Αλλωστε και οι συγχρονες τάσεις της μαγειρικής έχουν σχέση μεταξύ άλλων με την προστασία της γαστρονομικής βιοποικιλότητας. “Υιοθετείστε έναν παραγωγό” ήταν προσφάτως το σύνθημα του Slow Food προς τους σύγχρονους σεφ.

Νομίζω ότι εκδηλώσεις σαν κι αυτές του Στέλιου Κούλογλου, που φαίνεται να είναι ο Ελληνας Ευρωβουλευτής που έχει υιοθετήσει κατ’ αποκλειστικότητα την Ελληνική Γαστρονομία στο σύνολό της, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, συμβάλουν ιδιαίτερα στον σκοπό αυτό.

<