Τα τσίπουρα στον Βόλο

Jul 25 2019

Τα τσίπουρα στον Βόλο

Αν το κρασί, προϊόν της μαγικής ζύμωσης του χυμού του σταφυλιού, είναι το δώρο  του Διόνυσου στην ανθρωπότητα, το τσίπουρο (ή η ρακή) είναι αποτέλεσμα του πολιτισμού της φτώχειας και της εφευρετικότητας των απλών ανθρώπων, που για να αξιοποιήσουν τα υπολείμματα της παραγωγής του κρασιού (στέμφυλα), δημιούργησαν την απόσταξη και απο εκεί την ανακάλυψη του πιο αγαπημένου ποτού του Ελληνα.

Το τσίπουρο, το σύμβολο περηφάνιας, αξιοπρέπειας και λεβεντιάς των απλών ανθρώπων της βιοπάλης, αλλά και σύμβολο της παρέας, της συντροφιάς: “Πάμε για τσίπουρα”.

Δεμίρης, Πήλιο

Στη νεότερη ιστορία, το τσίπουρο συνδέθηκε με τα τσιπουράδικα, τα μαγαζιά που το σερβίραν. Ο θεσμός ξεκίνησε από το Βόλο, και ειδικά από τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Στην αρχή, το τσίπουρο, που ερχόταν κυρίως από τον Τύρναβο και τα χωριά του Πηλίου, το έπιναν στις «δαχτυλήθρες», ξεροσφύρι, χωρίς μεζέ ή με λιτούς μεζέδες, όπως λάχανο, τσιτσίραβλα, τσίρο, παστά, πολίτικη λακέρδα, ντομάτα, αγγούρι, ελιά και σαρδελίτσα στο πιατάκι. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους την αγάπη και τη συνήθεια των θαλασσινών μεζέδων και την τελετουργία του μεζέ που συνοδεύει το τσίπουρο.

Ο Βόλος βαστά έναν αιώνα μετά, ζωντανή την παράδοση των τσιπουράδικων. Πρωταγωνιστές του ο “Κάβουρας” με 70 χρόνια ιστορία, το πιο παλιό του κέντρου, η “Γιώτα” στην καρδιά της περαντζάδας των Παλαιών, ο Δεμίρης στη Νέα Ιωνία με τους πιο περίεργους θαλασσινούς μεζέδες, η “Γιάννα-Νίκος” στέκι των πανεπιστημιακών της πόλης, το “Φιλαράκι”στη Νέα Ιωνία ένας μικρός χώρος με του πουλιού το γάλα και τέλος το Μεζέν όπου οι σεφ ιδιοκτήτες του θέλησαν να ανανεώσουν την έννοια του τσιπουράδικου και των μεζέδων του. Για να μην πολυλογώ τα τσιπουράδικα του Βόλου τα αγαπάω πολύ και γιά πολλούς λόγους. Που τελικά τους κατέγραψε ένας πολύ μαγκιώρος τύπος, μόλις προσφάτως.

Ήρθε προχθές στα χέρια  από τον εκδοτικό οίκο Νήσος ένα βιβλιαράκι «εγχειρίδιο» με θέμα Τα Τσίπουρα στον Βόλο. Δημιουργός του ο Αλέξανδρος Ψυχούλης, ζωγράφος καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Το διάβασα μονορούφι. Το διάβασμά του ήταν μια τελετουργία, σαν κι αυτή που κατέγραψε. Ο Αλεξανδρος δεν αρκείται στα περιγραφικά θέματα των τσιπουράδικων, στις αισθητικές περιγραφές και στο γαστρονομικό περιεχόμενό τους. Τον απασχολεί ο συμβολικός, ο τελετουργικός και ο ανθρωπολογικός χαρακτήρας των δρωμένων, γιατί ως ένα σύγχρονο λαϊκό δρώμενο αντιμετωπίζει την τσιπουροκατάνυξη ο άγνωστός μου, αλλά και πολύ κοντινός μου μετά από την ανάγνωση του βιβλίου του, Αλέξανδρος. Ξέρεις Αλέξανδρε, έφαγα και γω τα χρονάκια μου μελετώντας τα καφενεία για τη συγγραφή  του βιβλίο μου «Τα καφενεία της Ελλάδας». Χάρηκα και απόλαυσα το βιβλίο σου, ήταν μιά ευχάριστη έκπληξη, αψεγάδιαστο με συμπυκνωμένα νοήματα, χωρίς φλυαρίες, με πολλές εύστοχες παρατηρήσεις, ουσιώδη νοήματα και πολλαπλές προσεγγίσεις. Κάποιες ελάχιστες ψιλοδιαφωνίες ή θέματα προς συζήτηση, από κοντά στον Βόλο…!

Παραθέτω για τους υποψήφιους αναγνώστες κάποια αποσπάσματα του βιβλίου που μ’ άρεσαν περισσότερο.

“Το εγχειρίδιο απευθύνεται στον “ξένο”, σ’ αυτόν που έρχεται στην πόλη όχι απλώς για να πιεί τσίπουρα αλλά για να φτάσει, πίνοντας, τσιμπώντας και συζητώντας, στην κατάσταση της συλλογικής πληρότητας, του συντονισμού, της ομοψυχίας, στη γλυκιά αίσθηση της χαμηλής αιώρησης και στην ψευδαίσθηση οτι η ζωή είναι απλή.”

“Το σωστό μαγαζί με το καλό χύμα τσίπουρο, το πως καθόμαστε, το μέγεθος, της παρέας, το τσούγκρισμα, το μενού, ο χαρακτήρας του σερβιτόρου, η συζήτηση, ο τόπος, η ώρα, και κυρίως ο ρυθμός είναι οι παράγοντες που καθορίζουν το αποτέλεσμα. Αν κάτι δεν λειτουργήσει όπως πρέπει, αυτό που θα ζήσεις, θα είναι απλώς μιά καλούτσικη κατάσταση και όχι η ποθητή εμπειρία”.

Tσιπουράδικα του Βόλου Πήλιο

“Στο βολιώτικο τσιπουράδικο όλα αρχίζουν μονολεκτικά. Το “με” ή το “χωρίς” είναι λέξεις-κουμπιά, που ενεργοποιούν την εκτόξευση με συνοπτικές διαδικασίες. Ο αυτόματος πιλότος -σερβιτόρος αναλαμβάνει τα υπόλοιπα. …Οι μεζέδες που έρχονται -συνήθως τρία πιατάκια κάθε γύρο- περιέχουν ακριβώς την απαραίτητα ποσότητατων γευστικών ερεθισμάτων που χρειάζεσαι για συνοδεύσεις το αλκοόλ”.

“Στα τσιπουράδικα οι καρέκλες δεν σε περιμένουν χωμένες στα τραπέζια, αλλά παρατεταγμένες εκατέρωθεν. Η παραδοσιακή εργονομία της τσιπουροποσίας επιβάλει το πλαγιοκάθισμα και το λοξοκοίταγμα. Τα πόδια δεν μπαίνουν κάτω από το τραπέζι, ούτε οι συνδαιτυμόνες κάθονται κατά μέτωπο. Η καρέκλα είναι γυρισμένη στο πλάι  που σημαίνει τώρα δεν τρώω αλλά σιγοπίνω τσιμπολογώντας”

Tσιπουράδικα του Βόλου Πήλιο

Πολλές ευχές για καλό ταξιδι στα Τσίπουρα στο Βόλο του Αλέξανδρου Ψυχούλη, το εξαιρετικό αυτό εγχειρίδιο. Μελετήστε το και κάντε το πράξη απόλαυσης.

<